Π. Ρουμελιώτης: Βρισκόμαστε σε φάση μετάβασης στην οικονομική ομαλότητα

Π. Ρουμελιώτης: Βρισκόμαστε σε φάση μετάβασης στην οικονομική ομαλότητα

Οι εξελίξεις την τελευταία διετία δείχνουν σαφέστατα μια βελτίωση της πορείας της ελληνικής οικονομίας, γεγονός που με κάνει αισιόδοξο ότι βρισκόμαστε στη φάση μετάβασης στην οικονομική ομαλότητα, τονίζει σε συνέντευξη εφ όλης της ύλης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρόεδρος της Attica Bank Παναγιώτης Ρουμελιώτης.

Ερωτηθείς σχετικά, ο κ. Ρουμελιώτης επισημαίνει ότι η Ελλάδα σταδιακά αλλά σταθερά επανακάμπτει στις διεθνείς αγορές και μέχρι το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, θα είναι σε θέση να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της από τις αγορές. Η συνεχής αποκλιμάκωση των αποδόσεων του δεκαετούς ομολόγων αποτελεί περίτρανη απόδειξη ότι η Ελλάδα έχει οριστικά ξεφύγει από τους κινδύνους που αντιμετώπιζε το 2010, τονίζει.

Αναφερόμενος στο ελληνικό χρέος επισημαίνει ότι μπορούν να γίνουν πολλά και αναφέρεται μεταξύ άλλων στην επιμήκυνση λήξεων των δανείων του ESM και των διακρατικών δανείων μέχρι το 2040 ή και περισσότερο, στη δυνατότητα εξαγοράς από τον ESM των δανείων του ΔΝΤ που καταβάλλονται υψηλότερα επιτόκια, στη συνέχιση από την ΕΚΤ της αγοράς ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά και στη μετατροπή ενός ποσοστού χρέους προς τον ESM σε χρέος σταθερού επιτοκίου, ώστε η Ελλάδα να μην απειλείται μελλοντικά από ραγδαία αύξηση επιτοκίων δανεισμού.

Κληθείς να σχολιάσει τις προοπτικές της διεθνούς οικονομίας αναφέρεται στις θετικές προοπτικές της και στους κίνδυνους που ελλοχεύουν, υπογραμμίζει όμως την αισιοδοξία του που βασίζεται στην συνειδητοποίηση σε διεθνές επίπεδο από πλευράς κυβερνήσεων της ανάγκης και της αποτελεσματικότητας ελάχιστων συντονισμένων δράσεων, προκειμένου να αποφεύγονται οι νέες κρίσεις. Η πρόληψη μέσα από συντονισμένη διεθνή συνεργασία μπορεί να προστατεύσει από νέες κρίσεις, τονίζει.

Για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα ο κ. Ρουμελιώτης εκτιμά ότι όσο βελτιώνεται περαιτέρω το κλίμα για την ελληνική οικονομία, τόσο ευκολότερα οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν πρόσβαση στις διεθνείς αγορές ώστε καλύπτοντας τις ανάγκες τους και να χρηματοδοτούν με την σειρά τους νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Αναφερόμενος στην Attica Bank o κ. Ρουμελιώτης επισημαίνει ότι οι βασικές προκλήσεις για το νέο έτους εστιάζονται στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που θα επιτευχθεί και με νέα τιτλοποίηση δανείων, στην ολοκλήρωση αύξησης μετοχικού κεφαλαίου για κάλυψη νέων προβλέψεων λόγω υιοθέτησης νέων λογιστικών προτύπων και αποπληρωμής προνομιούχων μετοχών του Δημοσίου, καθώς και στη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, με έμφαση στις εξωστρεφείς και καινοτόμες μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Ακολουθεί η συνέντευξη του προέδρου της Attica Bank Παναγιώτη Ρουμελιώτη στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και τον δημοσιογράφο Αλέκο Λιδωρίκη

ΕΡ: Βρίσκεστε στο τιμόνι της Attica Bank, αλλά λόγω και της μέχρι σήμερα επαγγελματικής σταδιοδρομίας, παρακολουθείτε στενά τις εξελίξεις στη διεθνή οικονομία. Σε ποιο σημείο βρίσκεται σήμερα η διεθνής οικονομία;

ΑΠ: Οι συνέπειες της διεθνούς κρίσης του 2008 που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και μεταφέρθηκε και στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο εξακολουθούν ακόμη να είναι ορατές στην παγκόσμια οικονομία.  Ειδικότερα, οι ρυθμοί ανάπτυξης του παγκόσμιου ΑΕΠ εξακολουθούν να είναι χαμηλότεροι σε σχέση με τη χρονική περίοδο πριν από την κρίση. Ταυτόχρονα, και το διεθνές εμπόριο δεν έχει ανακάμψει στα προ της κρίσης επίπεδα, η παραγωγικότητα βρίσκεται σε στασιμότητα, ενώ και οι επενδύσεις δεν έχουν αποκτήσει τη δυναμική προ της κρίσης.

Αναλυτικότερα, για πρώτη φορά μετά τρεις δεκαετίες οι ρυθμοί αύξησης του διεθνούς εμπορίου υπολείπονται της αύξησης του ΑΕΠ. Οι εισροές επενδύσεων έχουν περιοριστεί σημαντικά και παραμένουν σε επίπεδα μικρότερα από το 2007, ενώ και ο μέσος ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ κινείται μετά το 2008 στο 3,4%, όταν την περίοδο 1999-2008 ήταν 4,2%.

Επακόλουθο της κρίσης και των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν σε διεθνές επίπεδο ήταν η μείωση μισθών και εισοδημάτων που έχουν οδηγήσει σε αύξηση των ανισοτήτων, τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Το 10% των πλουσίων παράγει το 87% του παγκόσμιο πλούτο. Το 1960 το 20% των πλουσιοτέρων στον κόσμο κέρδισε 30 φορές περισσότερα από το 20% των φτωχότερων, ενώ σήμερα το 20% των πλουσιότερων κερδίζει 74 φορές περισσότερα από το 20% των φτωχότερων.

ΕΡ: Η διεθνής κρίση, άρα, εξακολουθεί να κάνει ακόμη αισθητή την παρουσία της. Ποιές είναι οι εκτιμήσεις για το 2018;

AΠ: Οι προοπτικές κάνουν λόγο για θετικότερη πορεία, όπως επισημαίνεται άλλωστε σε εκθέσεις και αναλύσεις διεθνών οργανισμών, όπως η πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι ελλοχεύουν κίνδυνοι για τις θετικές προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας που εστιάζονται επιγραμματικά:  

- Στο γεγονός ότι η μακροχρόνια εφαρμογή πολιτικών πιστωτικής χαλάρωσης και μηδενικών επιτοκίων δημιουργεί κινδύνους να έχουν δημιουργηθεί χρηματιστηριακές ή χρηματοπιστωτικές φούσκες, που αν «σκάσουν» θα μπορούσαν να ανακόψουν την ανάκαμψη που παρατηρείται. «Φούσκες» που θα μπορούσαν να εντοπιστούν κυρίως σε επίπεδο εισηγμένων εταιρειών στις ΗΠΑ, καθώς και από το φαινόμενο του υπέρμετρου δανεισμού των νοικοκυριών στις ΗΠΑ για την απόκτηση κατοικίας.

- Στον πληθωρισμό που παραμένει σε πολύ χαμηλό επίπεδο και παρεμποδίζει την αύξηση των επιτοκίων ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος δημιουργίας νέων «φουσκών».

- Η απασχόληση δεν φαίνεται να μεγεθύνεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς ούτε το ποσοστό των μισθών στο συνολικό εισοδημάτων να αυξάνεται.. Ταυτόχρονα η ανεργία των νέων παραμένει σε υψηλά επίπεδα.

- Η παραγωγικότητα δεν αυξάνεται με μεγάλους ρυθμούς λόγω χαμηλών ιδιωτικών και δημοσίων επενδύσεων, της αύξησης των ανισοτήτων και της γήρανσης του πληθυσμού.

- Οι κυβερνήσεις με εξαίρεση στις ΗΠΑ, αδυνατούν να παρέμβουν δυναμικά με δημοσιονομικά μέτρα ώστε να στηρίζουν την απασχόληση και επενδύσεις λόγω υψηλού δημόσιου χρέους.

- Μια απότομη αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής στις ανεπτυγμένες χώρες, δηλαδή σημαντική αύξηση των επιτοκίων μπορεί να προκαλέσει φυγή κεφαλαίων από τις αναδυόμενες και να αποσταθεροποιήσει το ισοζύγιο πληρωμών τους με επιπτώσεις σε όλες τις χώρες.

Σε γενικές γραμμές πάντως είμαι συγκρατημένα αισιόδοξος, καθώς οι κυβερνήσεις σε διεθνές επίπεδο έχουν συνειδητοποιήσει πλέον την ανάγκη αλλά και την αποτελεσματικότητα ελάχιστων συντονισμένων δράσεων προκειμένου να αποφεύγονται οι νέες κρίσεις. Η πρόληψη μέσα από συντονισμένη διεθνή συνεργασία μπορεί να προστατεύσει από νέες κρίσεις.

EΡ: Πού βρίσκεται σήμερα η ελληνική οικονομία μετά από μια περίοδο δεκαετούς οικονομικής κρίσης; Το 2018 μπορεί να αποτελέσει έτος ορόσημο για επιστροφή στην οικονομική ομαλότητα;

AΠ: Οι εξελίξεις την τελευταία διετία δείχνουν σαφέστατα μια βελτίωση της πορείας της ελληνικής οικονομίας, γεγονός που με κάνει αισιόδοξο ότι βρισκόμαστε στη φάση μετάβασης στην οικονομική ομαλότητα.Είναι χαρακτηριστικό ότι ενισχύονται οι θετικές εκτιμήσεις των οίκων αξιολόγησης για την ελληνική οικονομία, αλλά και των θεσμών. Επίσης, ο ρυθμός ανάπτυξης έχει γυρίσει σε θετικό πρόσημο, η ανεργία μειώνεται με σταθερούς ρυθμούς, ενώ η ικανότητα επίτευξης υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων επιτρέπει της διανομή κοινωνικών μερισμάτων και ενίσχυση των εισοδηματικά ασθενέστερων.

Σημαντικό στοιχείο αποτελεί επίσης η ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, καθώς οι ελληνικές εξαγωγές ανακάμπτουν εντυπωσιακά. Θετικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία αλλά και γενικότερα στην ευρωπαϊκή θα έχουν οι διεργασίες που γίνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη ανάγκη αναδιάρθρωσης της ευρωζώνης με στόχο να στηριχθεί περισσότερο η πραγματική οικονομία, με έμφαση και στις επενδύσεις. Οι εξελίξεις στον τομέα αυτό ευελπιστώ ότι θα ενισχυθούν αμέσως μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης στην Γερμανία και τις πρωτοβουλίες του γερμανογαλλικού άξονα.

ΕΡ: Πότε εκτιμάτε ότι θα μπορούσε η χώρα μας να αποκτήσει πλήρη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές ώστε να εξυπηρετεί πλήρως τις δανειακές της ανάγκες;

ΑΠ: Η Ελλάδα σταδιακά αλλά σταθερά επανακάμπτει στις διεθνείς αγορές και μέχρι το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018 θα είναι σε θέση να αναχρηματοδοτήσει το χρέος από τις αγορές.Η συνεχής αποκλιμάκωση των αποδόσεων του δεκαετούς ομολόγων αποτελεί περίτρανη απόδειξη ότι η Ελλάδα έχει οριστικά ξεφύγει από τους κινδύνους που αντιμετώπιζε το 2010.

ΕΡ: Ποιες οι εκτιμήσεις για τον ρόλο του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα;

ΑΠ: Όσο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί καθυστερούν την υλοποίηση των δεσμεύσεων τους για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους τόσο το διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ θα δυσκολεύεται να συμμετάσχει χρηματοδοτικά τουλάχιστον στο ελληνικό πρόγραμμα, που λήγει το 2018. Είναι απορίας άξιο πως μετά τόσα χρόνια ο μέχρι πρόσφατα πρόεδρος του Eurogroup Jeroen Dijsselbloem αναγνωρίζει σήμερα ότι η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους δεν έγινε το 2010 για να διασωθούν οι ξένοι επενδυτές (ευρωπαϊκές τράπεζες), χωρίς να αισθάνεται ταυτόχρονα την υποχρέωση να υπενθυμίσει ότι για να διορθώσει αυτό το αρχικό λάθος χρειάζεται έστω και με καθυστέρηση κάποιων χρόνων να υπάρξει ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.

Κάνοντας μια παρένθεση αναφέρω ότι σε συνεντεύξεις μου το 2011-2012 είχα υποστηρίξει ότι η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, έπρεπε να γίνει το 2010. Τότε διάφοροι κύκλοι προσπάθησαν να με κατηγορήσουν για συνωμοσιολογία, ότι η αναδιάρθρωση δήθεν δεν έχει σχέση με τη διάσωση των ευρωπαϊκών τραπεζών. Μετά τη δήλωση του Jeroen Dijsselbloem δεν βγήκε κανείς από αυτούς να πει ούτε λέξη, είτε να την αμφισβητήσει είτε να δεχθεί ότι είχε υποπέσει σε λάθος εκτίμηση τότε.

EΡ:Μπορεί να υπάρξει ρύθμιση του ελληνικού χρέους; Ποιές λύσεις μπορεί να έχουν αποτελέσματα;

ΑΠ: Πολλά μπορούν να γίνουν για το ελληνικό χρέος. Ενδεικτικά αναφέρεται:

- Να γίνει επιμήκυνση λήξεων των δανείων του ESM και των διακρατικών δανείων μέχρι το 2040 ή και περισσότερο.

- Να εξαγοράσει ο ESM τα δάνεια του ΔΝΤ που καταβάλλονται υψηλότερα επιτόκια.

- Να συνεχίσει η ΕΚΤ την αγορά ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά.

- Να μετατραπεί ένα ποσοστό χρέους προς τον ESM σε χρέος σταθερού επιτοκίου, ώστε η Ελλάδα να μην απειλείται μελλοντικά από ραγδαία αύξηση επιτοκίων δανεισμού.

Εάν παρθούν αυτά τα μέτρα και η Ελλάδα καταφέρει να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ονομαστικής της μεγέθυνσης του ΑΕΠ της που να υπερκαλύπτουν το ονομαστικού επιτόκιο του δανεισμού της, τότε δεν θα χρειάζεται η επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει η εξυπηρέτηση του χρέους να μην ξεπερνά το 10% του ΑΕΠ.

ΕΡ: Λαμβάνοντας υπόψη τις θετικές αυτές προοπτικές για την ελληνική οικονομία, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα είναι πλέον έτοιμο να συμβάλει με τις δυνάμεις που του αναλογούν στην επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας;

ΑΠ:Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει πραγματοποιήσει σημαντικά βήματα εξυγίανσης. Σημαντικότερη πρόκληση σήμερα αποτελεί ο περιορισμός των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά 40 δισ. ευρώ μέχρι το 2019, η επιτυχής ολοκλήρωση των «τεστ αντοχής» που θα γίνουν το νέο έτος και η προσαρμογή σε νέα λογιστικά πρότυπα. Ειδικότερα για τον στόχο των μην εξυπηρετούμενων δανείων είμαι αισιόδοξος ότι θα προσεγγιστεί. Η επιτυχής αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών σηματοδοτεί την απρόσκοπτη ενασχόληση των τραπεζών με την ουσιαστική χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

Επιπρόσθετα, όσο βελτιώνεται περαιτέρω το κλίμα για την ελληνική οικονομία, τόσο ευκολότερα οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, ώστε καλύπτοντας τις ανάγκες τους και να χρηματοδοτούν με τη σειρά τους νοικοκυριά και επιχειρήσεις, δηλαδή να επικεντρωθούν στο βασικό τους τραπεζικό έργο.

EΡ: Αναφορικά με την Attica Bank, ποιες είναι οι βασικές προτεραιότητες για το 2018;

AΠ: Οι βασικές προκλήσεις εστιάζονται στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από 37% σήμερα στο 20% το 2018 που θα επιτευχθεί και με νέα τιτλοποίηση δανείων, στην ολοκλήρωση αύξησης μετοχικού κεφαλαίου για κάλυψη νέων προβλέψεων λόγω υιοθέτησης νέων λογιστικών προτύπων και αποπληρωμής προνομιούχων μετοχών του Δημοσίου, καθώς και στη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, με έμφαση στις εξωστρεφείς και καινοτόμες μικρομεσαίες επιχειρήσεις.Βασικός στόχος αποτελεί και η επιτυχής ολοκλήρωση της διαδικασίας ψηφιακού μετασχηματισμού της τράπεζας προκειμένου να ανταποκριθεί πλήρως στις απαιτήσεις στο νέο τραπεζικό τοπίο που δημιουργείται, καθώς επίσης και η περαιτέρω μείωση λειτουργικού κόστους, ώστε να μπορεί να ανταγωνισθεί τις συστημικές τράπεζες.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ