Όταν αναφερόμαστε σε πολεμικά δάνεια, αναφερόμαστε συνήθως στα δάνεια που συνάπτουν ή στα ομόλογα που εκδίδουν οι κυβερνήσεις με σκοπό τη χρηματοδότηση στρατιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και άλλων δαπανών εν καιρώ πολέμου.
Το πρώτο Πολεμικό Ομόλογο στην ιστορία ήταν ύψους 11 εκατ. δολ. και είχε εκδοθεί το 1812 από τον Nathan Rothschild και συνεργάτες τους για τη χρηματοδότηση του Πολέμου 1812 – 1814 ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Σήμερα όταν μιλάμε για πολεμικά δάνεια, αναφερόμαστε στα δάνεια, που πιθανόν να κοκκινίσουν λόγω του πολέμου, όπως έχει συμβεί με «δάνεια του μνημονίου» και «δάνεια του κορονοϊού».
Η πρώτη μεγάλη κατηγορία «κόκκινων δανείων», προέκυψε μέσα στην περίοδο του Μνημονίου και για αυτό τον λόγο ονομάστηκαν δάνεια του μνημονίου. Δάνεια, τα οποία στο μεγαλύτερο μέρος τους, βρίσκονται σήμερα εκτός τραπεζικών ισολογισμών. Ακολούθησαν τα δάνεια που κοκκίνισαν μέσα στην πανδημία. Ήδη από το καλοκαίρι του 2021, έχει καταγραφεί, ότι ένα ποσοστό άνω του 17% των ρυθμισμένων δανείων του τραπεζικού συστήματος, έχουν ξανακοκκινίσει.
Και σήμερα, αρχίζει να διαφαίνεται στον ορίζοντα, ο κίνδυνος να δημιουργηθεί μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η δυσχέρεια στην εξυπηρέτηση των δανείων, δεν θα είναι όμως πια ούτε αποτέλεσμα δυστροπίας των δανειοληπτών, ούτε παραπλανητικού χειρισμού.
Θα είναι αποτέλεσμα της πίεσης που δέχονται οι δανειολήπτες από τις πληθωριστικές πιέσεις που δεν αποκλιμακώνονται, από τις αυξήσεις στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου, καθώς και από τις αυξήσεις στο λεγόμενο «καλάθι της νοικοκυράς».
Αν μάλιστα πάνω σε αυτά τα δυνητικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια, συνυπολογίσουμε και τα δάνεια, που θα βρεθούν εκτός ομπρέλας «Γέφυρα 1 και 2», ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ, που θα πρέπει μετά το τέλος του Q1 του 2022 να αποπληρώνονται με αυξημένες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, τότε προφανώς καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι τράπεζες, θα κληθούν να αντιμετωπίσουν ένα νέο πρόβλημα. Και εδώ αναφερόμαστε σε περίπου 90 χιλιάδες δανειολήπτες.
Εκτός όμως από τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια που πιθανόν να κοκκινίσουν, αφού οι δανειολήπτες θα έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στο να πληρώσουν τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού και της θέρμανσης, τις αγορές του supermarket και τα καύσιμα, και στο να καταβάλουν την τοκοχρεωλυτική τους δόση, οι τράπεζες θα βρεθούν μπροστά σε αθέτηση των υποχρεώσεων και από την πλευρά των επιχειρήσεων.
Με τον εγχώριο πληθωρισμό να υπολογίζεται πλέον στο 4%, δηλαδή διπλάσιο σε σχέση με τον αντίστοιχο που εκτιμήθηκε στην προετοιμασία του κρατικού προϋπολογισμού και τις προβλέψεις για ανάπτυξη να υπολείπονται των αρχικών στόχων, πιθανότατα και οι επιχειρήσεις να βρεθούν αντιμέτωπες με αδυναμία κάλυψης των τραπεζικών τους υποχρεώσεων.
Η μείωση του κύκλου εργασιών λόγω των πιεσμένων εισοδημάτων των καταναλωτών, μαζί με την αύξηση του λειτουργικού κόστους και του κόστους των πρώτων υλών, αναπόφευκτα θα μειώσουν τα περιθώρια κερδοφορίας των επιχειρήσεων.
Μια άλλη αβεβαιότητα των τραπεζών, σχετίζεται με το μέλλον των καταθέσεων ύψους 36 δισ. ευρώ, που εισέρρευσαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας στο τραπεζικό σύστημα. Με δεδομένο ότι ο πληθωρισμός «τρώει» την αξία των καταθέσεων είναι πιθανό, οι καταθέτες να αναζητήσουν είτε κάποια πιο ασφαλή καταφύγια, είτε να αναζητήσουν την τύχη τους, επιλέγοντας κάποια από τα επενδυτικά προϊόντα που διαθέτουν οι τράπεζες.
Στα υπέρ των τραπεζών είναι, ότι η αβεβαιότητα των χρηματιστηρίων και το υψηλό κόστος των εταιρικών ομολογιακών δανείων, θα οδηγήσει τις εταιρείες που έχουν αναπτυξιακά πλάνα μπροστά τους, να προσφύγουν στη μοναδική ορατή διέξοδο, που είναι η τραπεζική χρηματοδότηση. Και αυτό, διότι η προσφυγή στο ευρύ επενδυτικό κοινό, δεν ενδείκνυται σε περιόδους, υποχώρησης της διάθεσης για επενδυτικό ρίσκο.
Οδηγίες προς ναυτιλομένους: παρακολουθούμε από κοντά όλες τις ομιλίες, δηλώσεις, αναλύσεις και εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του ΙΟΒΕ, των συστημικών τραπεζών, των οίκων αξιολόγησης και των επενδυτικών οίκων. Και η παραμικρή λεπτομέρεια έχει την αξία της.