Του Γιώργου Παυλόπουλου
Καθώς οι πλειστηριασμοί κατοικιών βρίσκονται πλέον στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας και της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα, τα δεδομένα, οι εξελίξεις και η συζήτηση που διεξάγεται παραπέμπουν έντονα και ευθέως στην εμπειρία της Ισπανίας. Εκεί όπου το συγκεκριμένο ζήτημα έγινε «μήτρα» τόσο για τη δοκιμή διάφορων μοντέλων διαχείρισης του προβλήματος των κόκκινων δανείων (όπως η δημιουργία μιας bad bank) όσο και κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών (μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι οι νυν δήμαρχοι Βαρκελώνης και Μαδρίτης αναδείχτηκαν μέσα από το κίνημα κατά των πλειστηριασμών).
Παρά το γεγονός ότι η Ισπανία δείχνει να εξέρχεται από τον οδυνηρό και βίαιο αυτό κύκλο -είναι χαρακτηριστικό ότι το τρίτο τρίμηνο του έτους καταγράφηκαν 1.584 κατασχέσεις μόνιμης κατοικίας, αριθμός κατά περίπου 60% μικρότερος σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2016- ενώ η Ελλάδα μοιάζει να βρίσκεται μόλις στην αρχή, οι ομοιότητες ανάμεσα στις δύο χώρες είναι έντονες. Ανάμεσα σε αυτές είναι το ποσοστό ιδιοκατοίκησης, το οποίο σε αμφότερες αγγίζει το 85% και είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και η έκρηξη που παρατηρήθηκε στον συγκεκριμένο κλάδο τις δύο δεκαετίες πριν από το ξέσπασμα της κρίσης και δημιούργησε τη «φούσκα» - με τη βοήθεια φυσικά των τραπεζών, οι οποίες χορηγούσαν αφειδώς δάνεια και χωρίς να πληρούνται τα αναγκαία κριτήρια, με σκοπό να τονώσουν (τεχνητά) την οικονομική δραστηριότητα.
Είναι χαρακτηριστικό, όσον αφορά την Ισπανία, ότι τη δεκαετία από το 1998 ως το 2008 υπολογίζεται πως κάθε χρόνο κατασκευάζονταν κατά μέσο όρο ένα εκατομμύριο κατοικίες ετησίως, αριθμός δηλαδή μεγαλύτερος απ'' ό,τι το σύνολο των νέων κατοικιών στη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία! Η δε αξία τους, το ίδιο διάστημα, εκτιμάται ότι διπλασιάστηκε σε πραγματικές τιμές. Ταυτόχρονα, η μέση διάρκεια αποπληρωμής των δανείων υπερδιπλασιάστηκε, φτάνοντας από τα 12 στα 25 χρόνια.
Με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008, όμως, τα πάντα άλλαξαν. Μόνο στα πρώτα πέντε χρόνια, δηλαδή μέχρι το 2013, η αξία των κατοικιών στην Ισπανία είχε υποχωρήσει κατά 37%, κάτι που σε συνδυασμό με την έκρηξη της ανεργίας (πλησίασε το 30%) και τη μείωση των μισθών οδήγησε σε αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων και, κατά συνέπεια, σε κύμα προσφυγών από τις τράπεζες. Αυτές, με τη σειρά τους, είχαν ως αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες κατασχέσεις και εξώσεις (υπολογίζονται σε περίπου μισό εκατομμύριο από το 2007 ως το τέλος του 2016), που συχνά έπαιρναν βίαιη τροπή.
Σε όλα αυτά συνέβαλε, βεβαίως, η εξαιρετικά αυστηρή νομοθεσία της Ισπανίας που διέπει το συγκεκριμένο ζήτημα. Για του λόγου το αληθές, αρκεί μόλις ένας μήνας μη πληρωμής της δόσης ώστε το ακίνητο να μπει στη διαδικασία της κατάσχεσης, χωρίς μάλιστα να δίνεται ιδιαίτερο βάρος στις αιτίες που οδήγησαν τον δανειολήπτη να είναι ασυνεπής. Επιπλέον, καθένας που βρίσκεται σε αυτή τη θέση δεν ξεμπερδεύει εύκολα ακόμη και μετά τον πλειστηριασμό, μιας και συνεχίζει να χρωστά το υπόλοιπο ποσό μετά την αφαίρεση της τιμής που επιτυγχάνεται στη δημοπρασία, ενώ το νομικό πλαίσιο δίνει τη δυνατότητα στους πιστωτές να στρέφονται κατά ολόκληρης της περιουσίας του οφειλέτη.
Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι αρχικά δεν υπήρχε καν εισοδηματικό όριο στην Ισπανία κάτω από το οποίο προστατευόταν η κατοικία, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να καταδικαστεί ακόμη και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το 2013. Μόνο έπειτα από αυτό και υπό το βάρος της πίεσης του κινήματος κατά των πλειστηριασμών, ο Rajoy αποφάσισε να θεσπίσει πλαφόν 19.200 ευρώ ετήσιου εισοδήματος για οικογένειες με τρία παιδιά ή ένα παιδί κάτω των 3 ετών, ενώ λήφθηκαν και κάποια μέτρα προστασίας για μονογονεϊκές οικογένειες και ανέργους.
Έτσι, σε συνδυασμό με την επιστροφή της χώρας στην τροχιά της ανάπτυξης και τη δημιουργία μιας «κακής τράπεζας» (bad bank), το πρόβλημα έδειξε να αμβλύνεται - χωρίς, ωστόσο, να έχει λυθεί.
(φωτογραφία AP)