Σπορ για πολύ λίγους αποτελεί η αγορά ακινήτου, σε μία συγκυρία όπου η ζήτηση έχει αυξηθεί δραματικά, δεδομένου ότι η εκτόξευση των ενοικίων έχει μετατρέψει σε μονόδρομο την ιδιοκατοίκηση. Αυτό γίνεται αντιληπτό εάν ληφθεί υπόψη ότι ένα μεσαίο ενοίκιο 600 ευρώ οδηγεί αθροιστικά σε ετήσια δαπάνη 7.200 ευρώ, ποσό που είναι ιδιαίτερα υψηλό, σε σύγκριση όχι μόνο με τα επίπεδα μισθών στην Ελλάδα, αλλά και με τις υπόλοιπες αυξημένες δαπάνες διαβίωσης. Παρότι όμως, η ιδιοκατοίκηση ως αντίδοτο στην μίσθωση ενός ακινήτου διαχρονικά αποτελεί ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, έχει, πια, μετατραπεί σε άθλο. Οι λόγοι;
Πρώτον, η πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τροφοδοτεί και την άνοδο των σταθερών επιτοκίων για αγορά κατοικίας, η οποία υπολογίζεται έως και μισή μονάδα. Κι αυτό προκειμένου οι τράπεζες να απορροφήσουν το αυξημένο κόστος χρήματος το οποίο παρέμενε χαμηλό εδώ και πολλά χρόνια. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η καταφυγή σε τραπεζικό δανεισμό κοστίζει ακριβότερα και, ως ένα βαθμό, ανατρέπει τον προϋπολογισμό όσων επιδιώκουν να αποκτήσουν το δικό τους κεραμίδι.
Δεύτερον, ο υψηλός πληθωρισμός δεν ροκανίζει μόνο την αγοραστική δύναμη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, αλλά ψαλιδίζει και την υφιστάμενη ρευστότητα. Ετσι, τροφοδοτείται ένας φαύλος κύκλος: όσο μειώνεται η αγοραστική δύναμη τόσο το εγχείρημα της απόκτησης ακινήτου γίνεται δυσκολότερο επειδή τα διαθέσιμα κεφάλαια σταδιακά μειώνονται. Ταυτόχρονα, ακόμη κι αν κάποιος επιδιώκει να αγοράσει ένα ακίνητο μεγάλης παλαιότητας, έχει ως αντίπαλο το χρόνο. Πολύ απλά επειδή οι τιμές των υλικών (π.χ. χαλκός, αλουμίνιο κτλ.) αυξάνονται διαρκώς με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση, σε σχέση με ορισμένους μήνες πριν. Έτσι, τορπιλίζεται ο προϋπολογισμός όσων θα επιδίωκαν να αγοράσουν ένα παλαιό, πλην προσιτό, ακίνητο με στόχο να το ανακαινίσουν.
Σε ένα λοιπόν, περιβάλλον αυξημένου κόστους χρήματος και ακρίβειας, η αγορά ακινήτου έχει μετατραπεί σε υπόθεση για πολύ λίγους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ΟΟΣΑ υπολογίζεται ότι για να μπορέσει ένα μέσο νοικοκυριό να αγοράσει ακίνητο 100 τ.μ. σήμερα στην Ελλάδα θα πρέπει να έχει καταφέρει να αποταμιεύσει, ακέραιο, το σύνολο των εισοδημάτων 13 ετών. Το μέγεθος αυτό είναι διαχρονικά μεγάλο, δεδομένου ότι το 2000, χρειάζονταν αποταμιεύσεις 11,5 χρόνων για την αγορά ενός διαμερίσματος 100 τ.μ. Και παρότι το διάστημα 2000-2020, η αύξηση των πραγματικών τιμών ήταν μικρότερη, συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ, η απόκτηση ακινήτου έχει γίνει πιο δύσκολη λόγω της φοροεπιδρομής, σε συνδυασμό με την μείωση των μισθών κατά την περίοδο των μνημονίων.
Και μπορεί ο χρονικός ορίζοντας των αποταμιεύσεων να περιορίζεται για φθηνότερα ακίνητα, όμως, προϋπόθεση γι’αυτό είναι κάποιος να μην….δαπανά. Εάν δηλαδή, κάποιος αποταμιεύει 1.000 ευρώ, θα χρειαστεί έξι χρόνια για να συγκεντρώσει το ποσό των 72.000 ευρώ. Εάν ακόμη λάβουμε υπόψη ότι η τιμή πώλησης ανά τ.μ. για διαμερίσματα σχετικής παλαιότητας και σε περιοχές θεωρούμενες ως «προσιτές», κυμαίνεται από 1.300 έως 1.500 ευρώ, το ποσό αυτό αντιστοιχεί στις μηνιαίες απολαβές ενός καλοπληρωμένου, σε μεγάλο βαθμό, εργαζόμενου. Απαιτούνται, δηλαδή, περίπου έξι χρόνια αποταμίευσης του συνόλου των απολαβών - χωρίς δηλαδή ο εργαζόμενος να πραγματοποιεί καμία δαπάνη διαβίωσης - για την απόκτηση ενός διαμερίσματος αξίας 90.000 ευρώ με επιφάνεια 70 τ.μ.
Την ίδια στιγμή, παρά τη σχετική βελτίωση των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας, τα ενοίκια παραμένουν δυσανάλογα υψηλά σε σχέση με τις μέσες μηνιαίες απολαβές ενός μισθωτού. Για παράδειγμα, εκτιμάται ότι απαιτούνται, τουλάχιστον 500 ευρώ για την ενοικίαση ενός μικρού διαμερίσματος στην Αθήνα, ποσό που, χωρίς τις υπόλοιπες δαπάνες (ρεύμα, ύδρευση, κοινόχρηστα) αποτελεί σχεδόν το 40% ενός εργαζόμενου που δεν είναι νεοεισερχόμενος και εισπράττει απολαβές 1.200 ευρώ.
Σύμφωνα με ανάλυση της Pricefox, στην Αττική η μέση τιμή για ενοικίαση διαμερισμάτων κυμαίνεται στα 9,3 ευρώ/τ.μ., ενώ στη Θεσσαλονίκη η αντίστοιχη μέση τιμή είναι 8,1 ευρώ/τ.μ. Στην επαρχία ακριβότερες τιμές ενοικίων παρατηρούνται στην Κρήτη και συγκεκριμένα στο Ηράκλειο με 8 ευρώ/τ.μ. Με αρκετή διαφορά χαμηλότερα οι τιμές στην υπόλοιπη Κρήτη κινούνται στα 6,7 ευρώ/τ.μ. στα Χανιά, 6,6 ευρώ/τ.μ. στο Λασίθι και 6,2 ευρώ/τ.μ. στο Ρέθυμνο. Στον Βόλο η μέση τιμή ενοικίασης διαμερισμάτων είναι στα 7,7 ευρώ/τ.μ. και στη Λάρισα στα 7,1 ευρώ/τ.μ., περίπου 1 ευρώ/τ.μ. φθηνότερα σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη. Στην Πάτρα οι ενοικιαστές πληρώνουν κατά μέσο όρο 7,5 ευρώ/τ.μ.
Η αυξητική τάση των ενοικίων, βάσει της ίδιας έρευνας, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μειωμένη ανοικοδόμηση των τελευταίων ετών της οικονομικής κρίσης. Ως αποτέλεσμα η αυξημένη ζήτηση δεν συμβάδισε με αυξημένη προσφορά με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες ακινήτων να προχωρήσουν σε απότομες αυξήσεις των τιμών ενοικίων για να περιορίσουν και τις απώλειες από την οικονομική κρίση. Επιπλέον συνέβαλε σε αυτό και η μείωση των υποψήφιων αγοραστών ακινήτων λόγω της οικονομικής κρίσης οι οποίοι κατέφυγαν σε λύσεις ενοικίασης, με 17000 νοικοκυριά να αναζητούν κατοικία, κατά μέσο όρο στην Ελλάδα.