Του Βασίλη Γεώργα
Στη στρατηγική της πολιτικής διαπραγμάτευσης θα παραμείνει εγκλωβισμένη η 2η αξιολόγηση για τους επόμενους δύο έως τρεις μήνες με όσα ρίσκα μπορεί να συνεπάγεται αυτή η παράταση της αβεβαιότητας για την οικονομία και το τραπεζικό σύστημα.
Παρά την επίπλαστη εικόνα προόδου των τελευταίων δέκα ημερών και την αποδοχή της προνομοθέτησης μέτρων 3,6 δισ. ευρώ από την κυβέρνηση, κανένα από τα μεγάλα μέτωπα της συμφωνίας δεν θεωρείται «κλεισμένο» και ως εκ τούτου ορόσημο για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης παραμένει το τέλος Μαΐου στην καλύτερη περίπτωση. Οι αρνητικές επιδόσεις της οικονομίας στο διάστημα αυτό που παραμένουν επί της ουσίας παγωμένες οι διαπραγματεύσεις, υπενθυμίζουν σε όλους την πρόβλεψη Τσακαλώτου ότι «καήκαμε αν φτάσουμε Μάιο-Ιούνιο για την αξιολόγηση».
Επιδίωξη της κυβέρνησης εντούτοις φαίνεται πως είναι να κρατήσει ανοιχτά μέχρι τέλους τα αγκάθια των εργασιακών, της μείωσης των συντάξεων και των «αντίμετρων» που θα τα συνοδεύσουν. Εκτιμά πως μεταφέροντας το «ελληνικό πρόβλημα» στην καρδιά των ευρωπαϊκών εκλογικών αναμετρήσεων, θα είναι σε θέση διαπραγματευτεί στα τρία επόμενα Eurogroup μια συμφωνία πιο ευνοϊκή από εκείνη που της προσφέρουν αυτή τη στιγμή οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και το ΔΝΤ ώστε να περισώσει τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση. Η εναλλακτική του να πάρει εδώ και τώρα όλο το σκληρό πακέτο που άφησαν φεύγοντας από την Αθήνα οι δανειστές επισπεύδοντας την νομοθέτηση των μέτρων από τη Βουλή, είναι μια πολιτικά δύσκολη επιλογή την οποία εισηγούνται στον Αλέξη Τσίπρα όσοι προβλέπουν ότι διαφορετικά θα υπάρξει εκτροχιασμός της οικονομίας ή εκτιμούν ότι στη συνέχεια θα υπάρξει χρόνος να «γυρίσει το παιχνίδι».
Επισήμως το βάρος της διαπραγμάτευσης έχει μετακινηθεί στα εργασιακά και στη λείανση των αντιθέσεων που υφίστανται μεταξύ κυβέρνησης και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Οι αντιθέσεις αυτές εστιάζονται στην απόρριψη των ελληνικών θέσεων για επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, διατήρηση του ποσοστού των ομαδικών απολύσεων στο 5% και δυνατότητα επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων. Στο πλαίσιο αυτό η κυβέρνηση επιχειρεί να αποσπάσει στις 20 Μαρτίου μια τεχνική συμφωνία (Staff Level Agreement) για τα θέματα που αφορούν την περίοδο μέχρι το 2018 (δημοσιονομικό κενό, εξωδικαστικός συμβιβασμός, αποκρατικοποιήσεις κλπ), στην οποία, όμως, δεν θα περιλαμβάνονται τα εργασιακά μέχρι να κλείσει η διαπραγμάτευση με το ΔΝΤ.
Το σοβαρότερο σκέλος της δεύτερης αξιολόγησης που είναι οι περικοπές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο ώστε να προκύψουν μόνιμα επιπλέον έσοδα 3,6 δισ. ευρώ τη διετία 2019-2020, έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα για επικοινωνιακούς λόγους. Η κυβέρνηση έχει αποδεχτεί ως βάση συζήτησης τις περικοπές 2% του ΑΕΠ που ζητά το ΔΝΤ ώστε να διασφαλιστούν οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά θεωρεί ότι μπορεί να κερδίσει περισσότερα εφόσον συνεχίσει να διαπραγματεύεται το «μείγμα» των περικοπών και των «θετικών μέτρων» που βρίσκονται στο τραπέζι. Ειδικά για τη μείωση των συντάξεων όπου διακύβευση πλέον δεν είναι το αν αλλά το πότε, οι δανειστές ζητούν η περικοπή να γίνει αποκλειστικά μέσα στο 2019 και όχι σε περισσότερα χρόνια ως το 2025 όπως ζητά η κυβέρνηση.
Σε ότι αφορά στα αντίμετρα που υποτίθεται πως θα διασφαλίζουν ότι το πακέτο των επιβαρύνσεων θα είναι «ουδέτερο» για την οικονομία εφόσον επιτυγχάνονται οι στόχοι των πλεονασμάτων, οι δανειστές συζητούν μόνο την ενίσχυση του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης και απορρίπτουν κάθε άλλη επιδοματική πρόταση της κυβέρνησης, εμμένοντας σε μειώσεις φορολογικών επιβαρύνσεων που αφορούν κυρίως τις επιχειρήσεις και έχουν «αναπτυξιακή διάσταση».
Δύσκολο θεωρείται να περπατήσει και η πρόταση της κυβέρνησης να συμφωνηθεί ένας μηχανισμός «πρόβλεψης» των πρωτογενών πλεονασμάτων κάθε χρονιάς με βάση τον οποίο θα μπορεί να ενεργοποιεί τα «θετικά μέτρα» πολλούς μήνες νωρίτερα από τις επίσημες ανακοινώσεις της Eurostat που γίνονται κάθε Απρίλιο. Πρόκειται για έναν μηχανισμό με «προεκλογικά» χαρακτηριστικά τον οποίο θα επιθυμούσε να έχει στα χέρια της η κυβέρνηση στα μέσα του 2018 ώστε να μπορέσει να εξαγγείλει ελαφρύνσεις πριν τις εκλογές του 2019 ή σε ένα σενάριο πρόωρων εκλογών νωρίτερα.
Φιλόδοξος στόχος του Μαξίμου παραμένει παράλληλα αυτός της διασύνδεσης του πακέτου της δεύτερης αξιολόγησης με μια ευρύτερη συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους που θα ισχύσει μετά το 2018. Αυτή θα πρέπει να εμπεριέχει σύμφωνα με τις κοινές θέσεις Ελλάδας και ΔΝΤ νέα επιμήκυνση στο χρόνο αποπληρωμής των τόκων, μείωση επιτοκίων και επιστροφή κερδών από τα ελληνικά ομόλογα και επιπλέον να συνδυάζεται με χαμηλότερους στόχους επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων (κάτω από το 3,5%) έπειτα από μια τριετία μετά το τέλος του προγράμματος.
Για την κυβέρνηση η υπόθεση του χρέους και των πλεονασμάτων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με όλο το πακέτο της 2ης αξιολόγησης, σε βαθμό που να ισχυρίζεται πως δεν προτίθεται να νομοθετήσει μέτρα και να την ολοκληρώσει αν δεν διασφαλίσει μια ευνοϊκή απόφαση για την βιωσιμότητα του χρέους που ταυτόχρονα να ανοίγει δρόμο και για την συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Με εξαίρεση το ΔΝΤ, η συμμετοχή του οποίου στο ελληνικό πρόγραμμα λειτουργεί πιεστικά προς την ευρωζώνη, η ευρωπαϊκή πλευρά των δανειστών εκτιμάται ότι θα επιχειρήσει να κλείσει προσωρινά το θέμα του ελληνικού χρέους παρέχοντας «ισχυρές έγγραφες εγγυήσεις» στο Eurogroup του Μαΐου και τίποτα περισσότερο.