Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Την ώρα που η κυβέρνηση επιδιώκει να «χρησιμοποιήσει» τον τραπεζικό κλάδο για να εξυπηρετήσει μικροπολιτικά συμφέροντα ενόψει των εκλογών, τα σενάρια που αφορούν το μέλλον των τραπεζών, τη διαδικασία μείωσης των «κόκκινων» δανείων, την ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης, ακόμη και τις καταθέσεις, διαμορφώνουν ένα κλίμα δυσοσμίας που δεν αφήνει τον κλάδο να πάρει ανάσα.
Με τα σημερινά δεδομένα – και ανεξάρτητα με τον χρόνο διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών – απτά αποτελέσματα όσον αφορά στη μεταφορά των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) σε μία κεντρική μονάδα δεν αναμένεται να έχουμε μέσα στο 2019, ωστόσο αν δεν επιδεινωθούν σημαντικά οι συνθήκες, οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν μία ευκαιρία να... γλιτώσουν την ανακεφαλαιοποίηση.
Σύμφωνα με την πλειονότητα των αναλυτών, όλα θα κριθούν από την πορεία της οικονομίας αλλά και από τις πολιτικές εξελίξεις, ενώ οι αναλυτές της UBS θεωρούν ότι η διαφαινόμενη νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο για τις τράπεζες αφού εκτιμάται πως θα «πυροδοτήσει» την εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων ύψους 3,5-4 δισ. ευρώ στο 12μηνο μετά τις εκλογές, με αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να τρέξει με ρυθμό 2,9% το 2020.
Η έκθεση της ελβετικής τράπεζας που είδε χθες το φως της δημοσιότητας είναι εξαιρετικά λεπτομερής για την κατάσταση των ελληνικών τραπεζών αλλά και για τα διαφορετικά σενάρια που θα καθορίσουν το μέλλον του κλάδου. Η UBS παραθέτει ούτε ένα, ούτε δύο αλλά δεκαέξι ολόκληρα σενάρια για το πως μπορεί να εξελιχθεί η διαδικασία αντιμετώπισης των NPEs σε περιβάλλον ήπιας οικονομικής ανάπτυξης, καθώς αν η οικονομία ακολουθήσει αρνητική πορεία, τότε οι πιθανότητες επιτυχούς μείωσης των «κόκκινων» δανείων περιορίζονται σημαντικά.
Το βασικό σενάριο της UBS για τις ελληνικές τράπεζες είναι το εξής: Ο αναβαλλόμενος φόρος θα αναγνωριστεί μόνιμα ως κεφάλαιο Tier 1 – όσο θα μειώνονται τα NPEs – ενώ θα υλοποιηθεί η πρόταση που έχει καταθέσει η Τράπεζα της Ελλάδος για τη μεταφορά των «κόκκινων» δανείων από τους τραπεζικούς ισολογισμούς σε μία κεντρική εταιρεία ειδικού σκοπού, με αποτέλεσμα – και υπό την προϋπόθεση ότι η ήπια ανάπτυξη θα συνεχιστεί – να μην χρειαστούν οι ελληνικές τράπεζες νέα ανακεφαλαιοποίηση. Η ανάπτυξη στο 2,9% θα φέρει αύξηση επιχειρηματικών δανείων κατά 17% και αύξηση καταθέσεων κατά 5%, ενώ η απόδοση του ελληνικού 10ετούς θα υποχωρήσει στο 3,5% στο τέλος του 2019. Οι τράπεζες σε συνεννόηση με την ΤτΕ και την ΕΚΤ θα συμφωνήσουν σε ένα πλαίσιο κατά το οποίο οι μεγάλες πωλήσεις δανείων δεν θα προκαλέσουν dilution στους μετόχους.
Πιο αναλυτικά, οι εγχώριοι πιστωτικοί όμιλοι εκτιμάται ότι θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα μείγμα εξελίξεων από τα δύο ακόλουθα σενάρια:
Σενάριο 1: Το μεγάλο «ξεφόρτωμα» των NPEs θα αποκαλύψει μεγάλη διαφορά μεταξύ των τιμών στα βιβλία των τραπεζών και στην αγορά με αποτέλεσμα οι τράπεζες να κληθούν να αυξήσουν σημαντικά τις προβλέψεις για να επιταχύνουν τη μείωση των «κόκκινων» δανείων. Την ίδια ώρα, τα προ προβλέψεων κέρδη των τραπεζών θα ανακάμψουν λόγω της αύξησης των εκταμιεύσεων δανείων και των περιθωρίων καθώς και εξαιτίας των προγραμμάτων περικοπής δαπανών που υλοποιούν.
Ο μεγάλος και αναπάντεχος αντίκτυπος στο κόστος κινδύνου θα φέρει ορισμένες τράπεζες σε επισφαλή κεφαλαιακή θέση με αποτέλεσμα να απαιτηθεί κεφαλαιακή ενίσχυση. Άλλες τράπεζες θα ξεπεράσουν το εμπόδιο του αυξημένου κόστους κινδύνου τόσο λόγω των υψηλότερων προ προβλέψεων κερδών όσο και λόγω των κεφαλαιακών αποθεμάτων που διαθέτουν.
Σενάριο 2: Η επιτάχυνση των πωλήσεων NPEs (από τράπεζες και SPVs) και οι ανακτήσεις δανείων θα συμβάλουν στο να επιτευχθεί η μείωση του ποσοστού κάτω από το 10% έως το τέλος του 2021 με το μέσο δείκτη Cost of Risk (προβλέψεις/δάνεια μετά από προβλέψεις) για τον κλάδο να διαμορφώνεται κάτω από τις 120 μονάδες βάσης. Οι τράπεζες βλέπουν αύξηση των νέων επιχειρηματικών δανείων και αυξανόμενη ζήτηση για στεγαστικά και καταναλωτικά την ώρα που τα μακροοικονομικά θεμελιώδη ανθίζουν. Παράλληλα, οι εκταμιεύσεις νέων δανείων οδηγούν σε διψήφια άνοδο των εσόδων από προμήθειες, ενώ η επιτυχημένες προσπάθειες περικοπής δαπανών βοηθούν τις τράπεζες να πετύχουν ετήσια μείωση κόστους της τάξης του 8%-10%. Η ισχυρή αύξηση των προ προβλέψεων κερδών σε συνδυασμό με την πτώση των δεικτών CoR έχουν ως αποτέλεσμα την σημαντική αύξηση των κερδών σε ολόκληρο τον κλάδο.
Το σενάριο της κρίσης
Υπάρχει όμως και το σενάριο της κρίσης, βάσει του οποίου η εφαρμογή και των δύο λύσεων (του ΤΧΣ και της ΤτΕ) και οι προσπάθειες επιτάχυνσης της μείωσης των «κόκκινων» δανείων από κάθε τράπεζα ξεχωριστά θα οδηγήσει σε σημαντικές ζημιές. Σε μία τέτοια περίπτωση τα κεφαλαιακά αποθέματα των τραπεζών θα «εξαϋλωθούν» και κάποιες τράπεζες θα αναγκαστούν να εκδώσουν άμεσα ομόλογα Tier 2 (μειωμένης εξασφάλισης) για να συγκρατήσουν τους κεφαλαιακούς δείκτες. Στο ίδιο σενάριο, η ανάκαμψη της οικονομίας δεν θα κρατήσει με αποτέλεσμα να αυξηθούν τα νέα «κόκκινα» δάνεια και να σταματήσουν ξανά οι χορηγήσεις επιχειρηματικών δανείων. Οι τράπεζες θα καταγράψουν σοβαρές ζημιές και θα «μπλέξουν» σε ένα ακόμη επεισόδιο ύφεσης και μία ακόμη γενικευμένη ανακεφαλαιοποίηση.