(Φωτ.: Την ώρα που η ελληνική οικονομία παραπέμπει σε ερείπιο και οι επενδυτές είναι... άφαντοι, η κυβέρνηση θεωρεί πως η υπερφορόληγη δεν είναι αυτή που θα εμποδίσει κάποιον να έρθει στην Ελλάδα και να επενδύσει, με το αφήγημα αυτό να διατυπώνεται μόνο και μόνο για να καλυφτεί η κυβερνητική ανικανότητα.)
Του Βασίλη Γεώργα
Χωρίς όπλα ρίχνεται η κυβέρνηση στη μάχη της ανάπτυξης, που για να την αισθανθεί στο «πετσί» της η πραγματική οικονομία εκτιμάται ότι θα χρειαστεί να προσελκύσει άμεσες επενδύσεις μεταξύ 80 έως 100 δισ. ευρώ την επόμενη επταετία, ώστε να αναπληρωθεί το επενδυτικό κενό της κρίσης.
Ο νέος Αναπτυξιακός νόμος που κατατέθηκε στη Βουλή δεν μπορεί να εισφέρει παρά ελάχιστα, καθώς τα έως τώρα δεδομένα δείχνουν ότι θα είναι ο φτωχότερος των τελευταίων δεκαετιών, με διασφαλισμένα κεφάλαια και δάνεια που δεν ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ για τις νέες επενδύσεις και εκτιμήσεις για συνεισφορά μόλις 15.000 θέσεων εργασίας ως το 2022 μαζί με τα «υπόλοιπα» των δύο προηγούμενων αναπτυξιακών νόμων.
Ταυτόχρονα κάθε σκέψη και καλή πρόθεση για μελλοντική μείωση των φόρων προς την κατεύθυνσης δημιουργίας ελκυστικότερου επενδυτικού πλαισίου πέφτει στον Καιάδα των μνημονιακών «απαγορεύσεων» αλλά και της στρατηγικής που υιοθετεί το οικονομικό επιτελείο και έχει να κάνει με την επιβολή υψηλών επιβαρύνσεων ως αντιστάθμισμα στα μειωμένα φορολογικά έσοδα.
Το φοροτσουνάμι ως... «κοινωνικά δίκαιη» πολιτική επιλογή
Η στρατηγική της υπερφορολόγησης επιχειρείται πλέον να παρουσιαστεί όχι μόνο ως αναγκαστική λύση λόγω των μνημονιακών υποχρεώσεων και της αδυναμίας της χώρας να ανταγωνιστεί τα γειτονικά κράτη που έχουν ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς, αλλά να πλασαριστεί και ως «κοινωνικά δίκαιη» πολιτική επιλογή με καλύτερα αποτελέσματα για τους εργαζόμενους και την οικονομία σε σχέση με χώρες που φορολογούν λιγότερο τις επιχειρήσεις.
Χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της γραμματείας Στρατηγικών Επενδύσεων που επιμελήθηκε τον Αναπτυξιακό Νόμο, Λόης Λαμπριανίδης, επιχειρηματολόγησε φέρνοντας ως παράδειγμα πως ενώ στο Μπαγκλαντές το εργασιακό κόστος είναι 125 φορές χαμηλότερο από την Ελβετία και 42 φορές μικρότερο από την Ελλάδα, εντούτοις οι ξένες επενδύσεις είναι συγκριτικά πολύ λιγότερες. Τα στοιχεία που επικαλείται η κυβέρνηση για να υποστηρίξει ένα σύστημα που δεν χρησιμοποιεί τους φόρους -και πολύ περισσότερο τα χαμηλά ημερομίσθια- ως κίνητρο είναι ότι οι μεγάλες επενδύσεις των πολυεθνικών γίνονται ως επί το πλείστον στις αναπτυγμένες χώρες όπου η φορολογία είναι υψηλή.
Υπουργείο Ανάπτυξης: «Σε καμία περίπτωση δεν προκύπτει ότι η χαμηλή φορολογία σημαίνει προσέλκυση ξένων επενδύσεων και ανάπτυξη»
«Το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι δεν υπάρχει γραμμική σχέση μεταξύ ύψους φορολογίας και προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, ενώ σε καμία περίπτωση δεν προκύπτει ότι η χαμηλή φορολογία σημαίνει προσέλκυση ξένων επενδύσεων και ανάπτυξη», είναι το συμπέρασμα των επιτελών του υπουργείου Ανάπτυξης το οποίο, αν και ελάχιστα το συμμερίζονται, εντούτοις επιχειρηματολογούν υπέρ του για να δικαιολογηθεί η έλλειψη ευνοϊκού και σταθερού φορολογικού πλαισίου και η απουσία αποδοτικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης, και το συνολικά αντι-επενδυτικό κλίμα που έχει ριζώσει στις κρατικές δομές και θα περάσουν χρόνια πριν διορθωθεί, παρά τις καλές προθέσεις.
Το αφήγημα της κυβέρνησης για να καλύψει την ανικανότητά της
Το αφήγημα για την προσέλκυση των ξένων επενδύσεων χτίζεται πλέον με βάση το (καθ όλα λογικό) επιχείρημα ότι η Ελλάδα ούτε μπορεί ούτε πρέπει να γίνει Μπαγκλαντές σε ό,τι αφορά τους μισθούς, αλλά και εκείνου που λέει ότι δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τη Βουλγαρία και την Ιρλανδία στους φόρους.
Μπορεί αντίθετα, σύμφωνα με την κυβερνητική επιχειρηματολογία, να ακολουθήσει το υπόδειγμα της… Ελβετίας, του Βελγίου και άλλων αναπτυγμένων οικονομιών οι οποίες, ενώ διατηρούν υψηλούς φορολογικούς συντελεστές και ακριβούς μισθούς, εντούτοις προσελκύουν μεγάλες ξένες επενδύσεις εστιάζοντας σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η Ελλάδα, σύμφωνα με τα κυβερνητικά σχέδια, θα πρέπει να ρίξει όλες τις δυνάμεις της στην προσέλκυση εταιρειών επενδύσεων υψηλής ποιότητας από τον τομέα των τεχνολογιών, της ανάπτυξης του αγροδιατροφικού τομέα και του τουρισμού, υποβαθμίζοντας ωστόσο τον αντίκτυπο της φορολογίας, η οποία, ενώ κατά κοινή ομολογία των κυβερνητικών αξιωματούχων είναι πολύ βαριά σε όλα τα επίπεδα και λειτουργεί αποτρεπτικά, εντούτοις δεν πρέπει να μας απασχολεί τόσο...
Όποιοι θέλουν ας έρθουν...
Η προσέγγιση αυτή έχει αρκετά διλληματικά χαρακτηριστικά τα οποία επικοινωνιακά αρχίζει να προβάλλει η κυβέρνηση. Ο αρμόδιος υπουργός Ανάπτυξης, Γιώργος Σταθάκης (ΦΩΤ.) είπε χθες πως «μεταξύ της ανάπτυξης με χαμηλούς μισθούς και φορολογικούς συντελεστές, και της αξιοποίησης του εργατικού δυναμικού και δραστηριοτήτων υψηλής προστιθέμενης αξίας επιλέγουμε τη δεύτερη λύση», επιχειρώντας να στείλει δύο μηνύματα: ένα πολιτικό, ότι η κυβέρνηση προτίθεται να «αντισταθεί» στις πιέσεις για περαιτέρω επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών στη χώρα, και ένα οικονομικό, ότι στην πραγματικότητα η χώρα θα συνεχίσει να υπερφορολογεί τις επενδύσεις και την παραγωγή, κι όποιοι θέλουν ας έρθουν…