Του Γιώργου Φιντικάκη
Στα χέρια των τραπεζών βρίσκεται η επόμενη ημέρα της ιστορικής Χαλυβουργικής των 170 εργαζόμενων, και των άνω των 500 εκατ. ευρώ χρεών.
Ανεξάρτητα της έκβασης της δίκης για το αίτημα των αδελφών Αγγελόπουλου, σχετικά με τον ορισμό δικαστικού συμπαραστάτη του πατέρα τους Κωνσταντίνου, είναι οι πιστωτές της Χαλυβουργικής εκείνοι που θα κρίνουν το αύριο του ιστορικού εργοστασίου της Ελευσίνας.
Εκείνοι θα αποφανθούν κατά πόσο τους εξασφαλίζουν την είσπραξη μέρους των οφειλών τα δύο διαφορετικά σενάρια που προωθεί η κάθε μια από τις δύο πλευρές για το αύριο της Χαλυβουργικής. Το ένα, αφορά τη μετατροπή της έκτασης των χιλίων στρεμμάτων σε ένα τεράστιο logistics center, υπέρ του οποίου λέγεται ότι τάσσεται ο Κ.Αγγελόπουλος, όπως άφησε να εννοηθεί, και στη πρόσφατη συνέντευξή του στη «Κ», κάνοντας λόγο για αξιοποίηση του εργοστασίου με άλλο τρόπο.
Το δεύτερο λέγεται ότι προβλέπει ακόμη και επαναλειτουργία της μονάδας ως χαλυβουργείου, αφού πρώτα μπουν κεφάλαια, και ρυθμιστούν τα χρέη της, απέναντι στις τράπεζες (άνω των 490 εκατ.) και προς τη ΔΕΗ (σχεδόν 32 εκατ.), όπως λέγεται ότι εξετάζουν τα παιδιά του. Και στις δύο περιπτώσεις, απαιτείται έγκριση του business plan από τις τράπεζες, που εφόσον κρίνουν ότι κανένα από τα δύο δεν είναι βιώσιμο, μπορεί να προτείνουν κάτι άλλο.
Σε αυτή τη φάση, με τις διαρροές για τα επιχειρηματικά σχέδια που προωθεί η κάθε πλευρά να πληθαίνουν, βρίσκεται η επόμενη ημέρα της Χαλυβουργικής, μετά το κλείσιμο του διακόπτη που τη τροφοδοτούσε με ρεύμα τα μεσάνυχτα της Δευτέρας.
Στη περίπτωση της Χαλυβουργικής, τα όσα συνέβησαν με αποκορύφωμα τη διακοπή ηλεκτροδότησης, συνδέονται περισσότερο με τους χειρισμούς της ιδιοκτησίας της, και λιγότερο με τη κρίση. Εντούτοις παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι μαζί τις επιχειρηματικές αποφάσεις, και τις επιπτώσεις από τη κατάρρευση της αγοράς κατοικίας, ένα από τα ζητήματα που τη γονάτισε, ήταν και το αβάσταχτο κόστος του ρεύματος.
Το… αβάσταχτο κόστος του ρεύματος
Το ζήτημα της ηλεκτρικής ενέργειας «καίει» συνολικά την ελληνική χαλυβουργία και βιομηχανία εδώ και χρόνια. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγε η PWC για λογαριασμό του βελγικού ρυθμιστή ενέργειας (CREG) σχετικά με την τιμολόγηση ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου στις βιομηχανίες της Κ.Ευρώπης, προκύπτει ότι οι ελληνικές πληρώνουν ως και 60% υψηλότερο κόστος ενέργειας έναντι των ανταγωνιστών τους σε Βέλγιο, Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία και Βρετανία.
Κι όλα αυτά όταν την ίδια στιγμή, το υπουργείο Ενέργειας προωθεί μια αύξηση 10% στα βιομηχανικά τιμολόγια της ΔΕΗ για την υψηλή τάση, που έχουν ήδη επιβαρυνθεί φέτος με άνοδο 20% από τη κούρσα των τιμών του διοξειδίου του άνθρακα.
Την ίδια στιγμή, οι μεγάλες βιομηχανίες της Ευρώπης αφενός επωφελούνται από τις πλήρως απελευθερωμένες αγορές ηλεκτρισμού που διαμορφώνουν ανταγωνιστικές τιμές ρεύματος και αφετέρου από τις κυβερνήσεις τους που στο πλαίσιο μιας συνολικότερης βιομηχανικής πολιτικής, παρεμβαίνουν στο σκέλος των ρυθμιστικών χρεώσεων (τέλη, φόροι κλπ.), μειώνοντας σημαντικά το τελικό κόστος ενέργειας.
Σήμερα οι λιγοστές ελληνικές χαλυβουργίες που παραμένουν στο παιχνίδι, το οφείλουν στις επενδύσεις που έκαναν, και όχι στο χαμηλότερο κόστος ενέργειας έναντι των ανταγωνιστών τους από Τουρκία, Ισπανία και Ιταλία. Στην ουσία, οι τρεις που έχουν απομείνει, δηλαδή η ΣΙΔΕΝΟΡ, η ΣΟΒΕΛ και η Χαλυβουργία Βόλου, βρίσκονται πάντα στην κόψη του ξυραφιού.
Εξαρτώνται από τη πορεία της κινεζικής οικονομίας, που παρά τη φαινομενική της επιβράδυνση - οι ρυθμοί ανάπτυξης της προσγειώνονται σε ένα πενιχρό για τα κινεζικά δεδομένα 6,5%- εντούτοις συνεχίζει να απορροφά τεράστιες ποσότητες πρώτων υλών, και φυσικά χάλυβα.
Σήμερα η ελληνική χαλυβουργία εξάγει σε Αλγερία, Αίγυπτο, και Ισραήλ, και προσδοκά πάντα σε μια ανάκαμψη της αγοράς κατοικίας στην Ελλάδα, που στους καλούς καιρούς, το 2007, κατανάλωνε ένα πολύ μεγάλο μέρος από τα 2,5 εκατομμύρια τόνους χάλυβα τα οποία παρήγαγαν τότε τα ελληνικά εργοστάσια.