Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Ποσά της τάξης των 6 δισ. ευρώ αναμένεται να εκταμιεύσουν κατά μέσο όρο οι τέσσερις συστημικές τράπεζες μέσα στην επόμενη διετία, στην προσπάθειά τους να επιστρέψουν σταδιακά στη βασική τους δραστηριότητα και να ωφεληθούν από την ανάκαμψη της οικονομίας και την υλοποίηση επενδυτικών project. Οι διευθύνοντες σύμβουλοι των συστημικών τραπεζών έχουν επανειλημμένα εκφράσει τη δέσμευσή τους να καλύψουν το σύνολο της ζήτησης των επιχειρήσεων για χρηματοδοτήσεις, καθώς αν δεν δοθούν νέα – και κυρίως «υγιή» - δάνεια, η ραγδαία μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) που προβλέπεται τη διετία 2020-2021 κινδυνεύει να γυρίσει μπούμερανγκ.
Και αυτό γιατί το ενεργητικό των τραπεζών μπορεί να αδειάσει από «κόκκινα» δάνεια, αλλά τα εξυπηρετούμενα δάνεια αυτή τη στιγμή στη χώρα είναι λίγα. Μεγάλα επιχειρηματικά project όπως στο Ελληνικό και βέβαια η παράπλευρη ανάπτυξη εργασιών που τα συνοδεύει, θα πρωταγωνιστήσουν και στόχος είναι να ανοίξουν σταδιακά οι στρόφιγγες της ρευστότητας και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς των Alpha Bank, Eurobank, Τρ. Πειραιώς και Εθνικής, η μερίδα του λέοντος αναμένεται να στραφεί στη μεταποίηση και στη βιομηχανία όπου ο στόχος είναι οι εκταμιεύσεις να ξεπεράσουν τα 7 δισ. ευρώ. Ακολουθεί ο κλάδος του λιανεμπορίου με 5 δισ. ευρώ και ο κλάδος της φιλοξενίας με 4,5 δισ. ευρώ. Περίπου 2,5 δισ. ευρώ αναμένεται να χορηγηθούν για ενεργειακά έργα και σχεδόν 5 δισ. ευρώ θα κατευθυνθούν στους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας.
Για το 2020 οι εκταμιεύσεις ύψους 12 δισ. ευρώ που προβλέπονται θα αφορούν κατά κύριο λόγο τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας, ήτοι τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (περίπου 4 δισ. ευρώ). Άλλα 4 δισ. ευρώ θα διοχετευθούν στη ναυτιλία και σε ειδικές χρηματοδοτήσεις και περίπου 3,5 δισ. ευρώ θα πάνε σε μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ σχεδόν 1 δισ. ευρώ θα αφορά μικρές επιχειρήσεις.
Θα πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι η πλήρης κατάρρευση των τραπεζικών πιστώσεων και της κουλτούρας πληρωμών την τελευταία δεκαετία έχει αλλάξει τα δεδομένα και έχει κάνει πιο σφιχτά τα τραπεζικά κριτήρια. Πλέον, το βασικό στοιχείο που θέλουν να ελέγχουν οι τράπεζες είναι περισσότερο η βιωσιμότητα κάθε επιχειρηματικού πλάνου και λιγότερη η οικονομική επιφάνεια του δανειολήπτη.
Διότι μέσα στην κρίση είναι πολλά τα παραδείγματα μικρών ή μεγαλύτερων επιχειρηματιών που είχαν ακίνητη περιουσία και καταθέσεις αλλά όταν η δραστηριότητά τους μειώθηκε και βρέθηκαν αντιμέτωποι με οικονομικά προβλήματα, αφενός δεν έβαλαν το χέρι στην τσέπη για να σώσουν την επιχείρησή τους και αφετέρου οι τράπεζες για διάφορους λόγους δεν μπορούσαν να ανακτήσουν το μεγαλύτερο μέρος του δανείου όταν αυτό γινόταν «κόκκινο». Έτσι σήμερα είναι αναγκασμένες να χρηματοδοτήσουν μόνο τα πλάνα εκείνα που αξιολογούνται ως βιώσιμα.
Τα επιχειρηματικά κέντρα των τραπεζών θα αναλάβουν να εντοπίσουν τις «ευκαιρίες» χρηματοδότησης και οι επιχειρηματίες θα έχουν από την πλευρά τους την ευκαιρία να εξασφαλίσουν καλύτερη τιμολόγηση. Προς αυτή την κατεύθυνση οι τράπεζες υιοθετούν σύγχρονα συστήματα ανάλυσης δεδομένων και πληροφοριών. Στην ουσία, οι τράπεζες είναι αυτές που θα βγουν στην αγορά για να βρουν τις υγιής δραστηριότητες και τα βιώσιμα πλάνα με στόχο να τα χρηματοδοτήσουν πριν τον ανταγωνισμό και να κερδίσουν μερίδιο αγοράς στον καινούριο κλάδο που θα διαμορφωθεί των «νέων χρηματοδοτήσεων». Όσο θα ανακάμπτει η οικονομία και θα παγιώνονται υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης, τόσο θα ομαλοποιείται και η συνολική διαδικασία χορήγησης δανείων για μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις.