Τράπεζες: Κέρδη και επιτόκια στο επίκεντρο των μεγεθών εξαμήνου
Shutterstock
Shutterstock

Τράπεζες: Κέρδη και επιτόκια στο επίκεντρο των μεγεθών εξαμήνου

Προ των πυλών είναι το κρίσιμο δεκαπενθήμερο για την ελληνική οικονομία με επίκεντρο τις ελληνικές τράπεζες, καθώς ανακοινώνουν τα αποτελέσματα πρώτου εξαμήνου. Αυτών θα προηγηθούν οι ανακοινώσεις της ΕΚΤ για τα επιτόκια, για τα stress tests των τραπεζών και η αξιολόγηση του γερμανικού οίκου Scope για το ελληνικό χρέος.

Ήδη ο CEO της Eurobank Φωκίων Καραβίας μίλησε στη Γενική Συνέλευση για τη νέα αναθεώρηση στην απόδοση ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας 14%, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί να ακολουθήσει και άλλη τράπεζα, παρά τις διπλές εκλογές στο δεύτερο τρίμηνο. Οι ξένοι οίκοι ήδη εκτιμούν ότι μπορεί να δούμε θετικές αναθεωρήσεις. 

Δεν αποκλείεται μάλιστα μαζί με τα αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα, να προκύψουν και άλλα καλά νέα. Δεν αποκλείεται η ΕΚΤ να ανακοινώσει μετά από μία νέα αύξηση την Πέμπτη ότι κάνει μία στάση αναμονής για να δει τις επιπτώσεις των αυξήσεων και το γερμανικό οίκο Scope να μας δίνει βαθμολογία επενδυτικής βαθμίδας εν μέσω θέρους, ενώ ο οίκος αναμένεται να δει τις αξιολογήσεις του να λαμβάνονται υπόψη από την ΕΚΤ.

Επίσης, ενώ διαφαίνεται ότι οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να έχουν ένα δεύτερο εξάμηνο μεγαλύτερης ανάπτυξης με αυξημένη χρηματοδότηση, αναμένεται ότι ήδη και τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου είναι πολύ καλά με διψήφια απόδοση κεφαλαίων, υποστηριζόμενη από τις μέχρι τώρα αυξήσεις επιτοκίων που θεμελίωσαν ένα καλό λειτουργικό αποτέλεσμα το οποίο συμπληρώνεται από τις βελτιωμένες αποτιμήσεις των τοποθετήσεών τους σε ομολογιακούς τίτλους.

Το άλλο θετικό στοιχείο που αναμένεται με βάση τις παραδοχές του SSM για την ελληνική οικονομία είναι η άνετη επιτυχία των συστημικών τραπεζών στα stress tests καθώς έχουν βελτιώσει τα μεγέθη τους και η ανάπτυξη της οικονομίας τις διευκολύνει.

Με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος που αξιοποίησε πρόσφατα και η Goldman Sachs σε έκθεσή της, η πιστωτική επέκταση συνολικά στην Ελλάδα ήταν 2% με τα επιχειρηματικά δάνεια να είναι ο βασικός μοχλός ανάπτυξης των χρηματοδοτήσεων, καθώς έχουν αυξηθεί μέχρι το Μάιο κατά 5%. Την ίδια στιγμή οι εταιρικές χρηματοδοτήσεις αποτελούν το  μεγαλύτερο τμήμα των δανείων. Αντίθετα τα καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια μειώθηκαν στο πεντάμηνο κατά 2% και 4% αντίστοιχα.

Η JP Morgan στην επίσκεψη του κλιμακίου της στην Ελλάδα έδωσε μερικές θετικές ειδήσεις για την ελληνική οικονομία και τις τράπεζες. Καθώς η ανάπτυξη των τραπεζών, όπως και της ελληνικής οικονομίας, περνά μέσα από τις χρηματοδοτήσεις, ο οίκος εκτιμά ότι η απορρόφηση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης συνεχίζεται με καλό ρυθμό και τα κονδύλια των δανείων μπορεί να αυξηθούν.

Όπως υπολογίζει μέχρι στιγμής, έχουν εκταμιευθεί 11,1 δισ. ευρώ (από τα 30,5 δισ. ευρώ συνολικά για το 2021-2026, από τα οποία τα 17,8 δισ. ευρώ αφορούν επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ σε δάνεια) και η κυβέρνηση υπέβαλε πρόσφατα αίτηση για την τρίτη πληρωμή των 1,7 δισ. ευρώ, με τη συνολική ροή να φθάνει τα 12,8 δισ. ευρώ. 

Επιπλέον, η κυβέρνηση επιδιώκει να αυξήσει τα κονδύλια κατά 5 δισ. επιπλέον ευρώ (πάνω από τα 12,7 δισ. ευρώ), γεγονός που υπογραμμίζει την επιτυχία του προγράμματος και σηματοδοτεί πρόσθετη ώθηση στην αύξηση των δανείων από τις τράπεζες (αφού οι ελληνικές τράπεζες χρηματοδοτούν τουλάχιστον το 30% του ποσού της τελικής επένδυσης). Ο οίκος εκτιμά ότι η πρόοδος είναι ενθαρρυντική και ότι οι εκταμιεύσεις θα επιταχυνθούν το δεύτερο εξάμηνο.

Αυτό από μόνο του είναι ένα καλό νέο, αλλά θα πρέπει να συνοδευτεί και από την αύξηση του καθαρού περιθωρίου των επιτοκίων που έχει αυξηθεί σημαντικά έναντι του πρώτου εξαμήνου του 2022 και των εκτιμήσεων των τραπεζών οι οποίες ήταν συντηρητικές στις εκτιμήσεις τους για τα επιτόκια της ΕΚΤ.

Σύμφωνα με την JP Morgan, η πιστωτική επέκταση με νέες χρηματοδοτήσεις, έχει εκ νέου ανοδική πορεία τον Ιούνιο και κάποια περαιτέρω βελτίωση της δυναμικής αναμένεται στο δεύτερο εξάμηνο φέτος. Η εκτίμηση για την ανάπτυξη των τραπεζών είναι ότι θα κυμανθεί συνολικά στο 5%-7% φέτος. Ο οίκος εκτιμά ότι το κόστος των καταθέσεων παραμένει χαμηλό, πολύ κάτω από τους μέσους όρους της ζώνης του ευρώ, χάρη στις δομές της αγοράς και στο υψηλό απόθεμα καταθέσεων έναντι των δανείων που έχουν δοθεί.