Είναι δύσκολο πλέον να εντοπίσει κανείς σε ποια προϊόντα δεν έχουν αυξηθεί δραματικά οι τιμές τον τελευταίο χρόνο. Τα αγροτικά προϊόντα, η ενέργεια, οι πρώτες ύλες, τα υλικά συσκευασίας και οι μεταφορές φέρνουν τους καταναλωτές αντιμέτωπους με ανατιμήσεις σε βασικά είδη διατροφής και σχεδόν σε όλα τα τελικά καταναλωτικά προϊόντα, από την ένδυση έως τα αυτοκίνητα και τις κατοικίες.
Ορισμένες όμως κατηγορίες αγαθών και περιουσιακών στοιχείων εμφανίζουν εντονότερες πληθωριστικές πιέσεις, με σημαντικές συνέπειες σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, ειδικά για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες αλλά και για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα στις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Η κουβέντα θα μπορούσε να σταματήσει και μόνο στο γεγονός ότι οι τιμές των εμπορευμάτων έχουν αυξηθεί από την αρχή της πανδημίας σωρευτικά περίπου 60%:
- Η ενέργεια έχει αυξηθεί κατά 90% μεταξύ Απριλίου 2020-Αυγούστου 2021 με το Brent να έχει τριπλασιάσει την τιμή του.
- Τα βιομηχανικά μέταλλα έχουν αυξηθεί κατά 77%
-Τα αγροτικά προϊόντα και τα σιτηρά κατά 67%.
Σύμφωνα μάλιστα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών- FAO, αν εξετάσουμε τον δείκτη Αγροτικών Προϊόντων που αποτελείται από μια ομάδα προϊόντων –σιτάρι, καλαμπόκι, σόγια, καφέ, ζάχαρη, κακάο, βαμβάκι κ.ά– μόνο το τελευταίο 12μηνο η αύξηση ανέρχεται σε 58%.
Το αποτέλεσμα είναι το κόστος των τροφίμων να βρίσκεται σε υψηλό 6 δεκαετιών.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι η κατάσταση δεν αναμένεται να βελτιωθεί στο άμεσο μέλλον, καθώς οι παράγοντες που έχουν τροφοδοτήσει την εκτόξευση των τιμών θα εξακολουθούν να υφίστανται τουλάχιστον για τους επόμενους μήνες.
Τα αυξημένα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες που συνεπάγονται αυξημένα κόστη μεταφοράς, η έλλειψη εργατικού δυναμικού λόγω των ξεσπασμάτων της πανδημίας, η αυξημένη ζήτηση από την Κίνα και τα ακραία καιρικά φαινόμενα λόγω της κλιματικής αλλαγής, είναι παράγοντες που δεν αναμένεται να αποκλιμακωθούν άμεσα.
Δεδομένου ότι στα πρωτοσέλιδα της ειδησιογραφίας τις τελευταίες δέκα ημέρες έχουν πρωταγωνιστήσει τα θέματα περί των ενεργειακών τιμών, ας δούμε λίγο τις προοπτικές για το άλλο σκέλος του πληθωρισμού που πονάει, εκείνου των τροφίμων.
Ας εξετάσουμε για παράδειγμα τις παγκόσμιες προοπτικές τριών βασικών προϊόντων σύμφωνα με την έκθεση του Υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ, USDA, ξεκινώντας από το σιτάρι.Η παγκόσμια παραγωγή για το 2021-2022 αναθεωρήθηκε πτωτικά σε 776,9 εκατ. τόνους, λόγω χαμηλότερης παραγωγής σε Ρωσία, Καναδά και ΗΠΑ εξαιτίας δυσμενών καιρικών συνθηκών.
Οι μειώσεις αυτές αντισταθμίστηκαν εν μέρει από αυξήσεις της παραγωγής σε Ουκρανία, Αυστραλία και Ε.Ε, όμως η γενικότερη εικόνα χαρακτηρίζεται από μειωμένες προμήθειες, χαμηλότερη κατανάλωση και εμπόριο και μικρότερα αποθέματα, τα οποία αναθεωρήθηκαν σε παγκόσμια βάση πτωτικά σε 279 εκατ. τόνους, ήτοι το χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας 5ετίας.
Εξίσου σημαντική λεπτομέρεια είναι ότι η παγκόσμια κατανάλωση για το ίδιο διάστημα αναθεωρήθηκε πτωτικά σε 786,7 εκατ. τόνους, κυρίως λόγω της μειωμένης χρήσης για ζωοτροφές ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας μειωμένης παραγωγής. Ως εκ τούτου, οι εκτιμήσεις των αναλυτών για τη μεσοπρόθεσμη πορεία της τιμής συγκλίνουν υπέρ της ενίσχυσης της.
Οι προβλέψεις του USDA για τη ζάχαρη συγκλίνουν πάλι υπέρ της μεσοπρόθεσμης αύξησης παρά το γεγονός ότι η παραγωγή για τις ΗΠΑ για το 2021-2022 αναμένεται να ενισχυθεί σε 9,048 εκατ. τόνους, με μια μικρή αύξηση της παραγωγής από τεύτλα έναντι του ζαχαροκάλαμου. Όμως οι πρόσφατες ξηρασίες επέδρασαν αρνητικά στην παραγωγή ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο, ενισχύοντας τόσο την τιμή της ζάχαρης όσο και την τιμή της αιθανόλης ως καύσιμο.
Όμως και η παραγωγή βοοειδών για την περίοδο 2021-2022 αναμένεται να μειωθεί. Η πτώση του ρυθμού σφαγής οφείλεται στο ότι το μέσο βάρος του σφαγίου διαμορφώνεται σε χαμηλότερα επίπεδα, καθώς το ξηρό και χαμηλής υγρασίας κλίμα συνεχίζει να επιδρά αρνητικά στη σίτιση των βοειδών.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ισχυρή ζήτηση, τα προβλήματα στην αλυσίδα εφοδιασμού, του υψηλού κόστους των ζωοτροφών και τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού στα εργοστάσια συσκευασίας κρέατος, οδηγεί τους αναλυτές να αναμένουν ενίσχυση των τιμών για την περίοδο 2021-2022.
Το κερασάκι στην τούρτα για τον αναπτυσσόμενο κόσμο είναι ότι υπάρχουν δυσκολίες στην εισαγωγή τροφίμων εξαιτίας των χαμηλών αποθεματικών σε ξένα νομίσματα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το ότι στις αναπτυσσόμενες χώρες το κόστος για τρόφιμα αποτελεί το μεγαλύτερο ποσοστό εξόδων ενός νοικοκυριού, δημιουργεί ένα πραγματικά εκρηκτικό μίγμα όσον αφορά την πολιτική σταθερότητα και την κοινωνική ηρεμία.
Οι κυβερνήσεις θα προσπαθήσουν το προσεχές διάστημα να αντιμετωπίσουν την επέλαση των υψηλών τιμών με επιδοτήσεις και πλαφόν στις τιμές των προϊόντων. Θα είναι όμως αρκετές;
Η βραχυπρόθεσμη και η μακροπρόθεσμη απάντηση στο πρόβλημα
Η κυβέρνηση Biden προσπαθεί να στηρίξει τα μικρομεσαία νοικοκυριά μέσω επέκτασης του προγράμματος των food stamps. Έχει κάνει επίσης παρεμβάσεις υπέρ των καταναλωτών στην αγορά κρέατος.
Στην Ινδία η κυβέρνηση Modi έχει αρχίσει τη διανομή 20,4 εκατ. τόνων δωρεάν σιταριού και ρυζιού σε 800 εκατ. πολίτες, ξοδεύοντας 9,1 δισ. δολάρια σε επιδοτήσεις σιτηρών, ενώ έχει επιβάλλει εμπορικά πλαφόν προσπαθώντας να προστατεύσει τους καταναλωτές από τις τιμολογικές αυξήσεις. Έχει επίσης μειώσει τους δασμούς σε ένα σύνολο προϊόντων όπως το σογιέλαιο και το ηλιέλαιο.
Η μεγαλύτερη εξαγωγός στα σιτηρά, η Ρωσία, εφάρμοσε από τον Φεβρουάριο του 2021 φόρο εξαγωγής σίτου. Όμως και τις τιμές δεν μπόρεσε να τιθασεύσει και αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή μειωμένο μερίδιο αγοράς.
Η Ρουμανία αποφάσισε μια διαφορετική προσέγγιση. Σύμφωνα με στοιχεία από το Βloomberg, έχει αναδειχτεί φέτος στη μεγαλύτερη εξαγωγό σιταριού. Παρά ταύτα, σύμφωνα με το Υπουργείο Γεωργίας αναγκάζεται να εισάγει κατεψυγμένα αρτοποιήματα και οι τιμές έχουν αυξηθεί κατακόρυφα, σε υψηλά 8ετίας.
Προκειμένου να προετοιμαστεί για το μέλλον η χώρα αποφάσισε να επενδύσει 760 εκατ. ευρώ στη δημιουργία αποθηκών και κέντρων επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων. Αν μη τι άλλο πρόκειται για μια στρατηγική με πιο μακροπρόθεσμους στόχους από τις επιδοτήσεις και τα πλαφόν.
Βλέπετε, η Ρουμανία είναι μια από τις χώρες που έχουν κατανοήσει ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε δεν σχετίζεται μόνο με το επίπεδο τιμών των τροφίμων αλλά και με την επάρκεια.
Σε παγκόσμιο επίπεδο τουλάχιστον το 44% του σιταριού, το 43% του ρυζιού, το 32% του αραβοσίτου και το 17% της παραγωγής σόγιας κινδυνεύουν λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Ταυτόχρονα σύμφωνα με έρευνα της Morgan Stanley θα πρέπει να αυξηθεί η παγκόσμια προσφορά τροφίμων κατά 50%, καθώς το 2050 ο παγκόσμιος πληθυσμός αναμένεται να ξεπεράσει τα 10 δισεκατομμύρια. Αυτά τα δύο δεδομένα υποδεικνύουν ότι απαιτείται μια διαφορετική προσέγγιση του προβλήματος των αυξημένων τιμών στα τρόφιμα από την προσωρινή ανακούφιση των καταναλωτών.
Θα πρέπει να δομήσουμε σήμερα ένα διαφορετικό μοντέλο με έμφαση τις επενδύσεις στον τομέα της ανάπτυξης των σπόρων, της περαιτέρω αύξησης του τομέα της ιχθυοκαλλιέργειας, αλλά και της ανάπτυξης του τομέα των εναλλακτικών καλλιεργειών.
Σύμφωνα μάλιστα με την Credit Suisse, η κάθετη γεωργία θα μπορούσε να καλύψει το 80% της ζήτησης τροφίμων στις αστικές περιοχές, ενώ η γεωργία ακριβείας, μέσω της χρήσης τεχνητής νοημοσύνης, αυτόνομων μηχανημάτων και έξυπνων συστημάτων άρδευσης, θα μπορούσε να αποφέρει αύξηση της παραγωγικότητας κατά 70%.
Επιπλέον η παραγωγή και η κατανάλωση τροφίμων συμβάλλει ήδη πάνω από 20% στις παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ενώ αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 90% της παγκόσμιας κατανάλωσης γλυκού νερού. Με δεδομένη μάλιστα την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού κατά 2 δισεκατομμύρια και τη μεταβολή στις διατροφικές συνήθειες μιας ανερχόμενης μεσαίας τάξης από τις αναδυόμενες αγορές, οι εκπομπές ρύπων θα μπορούσαν να αυξηθούν κατά 46%, ενώ η ζήτηση για αγροτική γη κατά 49%.
Το συμπέρασμα; Ο τρόπος παραγωγής τροφίμων πρέπει λίαν συντόμως να αλλάξει.
Kαι όπως θα δούμε σε επόμενο άρθρο, η επιταγή αυτή μπορεί να εξελιχθεί σε μια χρυσή ευκαιρία για την Ελλάδα.
Το κερασάκι στην τούρτα
Θα μπορούσε κανείς άνετα να χαρακτηρίσει ως τραγική ειρωνεία τη νέα απειλή που επηρεάζει μια σειρά βιομηχανιών, από τον χάλυβα μέχρι τα τρόφιμα, καθώς αφορά την έλλειψη του διοξειδίου του άνθρακα.
Το πρόβλημα για άλλη μια φορά έχει ξεκινήσει στο Ηνωμένο Βασίλειο στο οποίο έχουν κλείσει πολλά εργοστάσια λιπασμάτων λόγω των αυξανόμενων τιμών του φυσικού αερίου. Τα εργοστάσια αυτά όμως αποτελούσαν την κύρια πηγή CO2 του Ηνωμένου Βασιλείου που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ανθρακούχων ποτών έως την προετοιμασία των ζώων προς σφαγή και την ψύξη των πυρηνικών σταθμών
Η Nippon Gases η οποία πέρυσι πούλησε στην Ευρώπη βιομηχανικά αέρια αξίας σχεδόν 1,5 δισ. δολαρίων προειδοποίησε ότι οι προμήθειές της έχουν μειωθεί κατά 50 % ενώ και ο νορβηγικός όμιλος Yara ανακοίνωσε ότι θα μειώσει το 40% της ευρωπαϊκής παραγωγής αμμωνίας, η οποία χρησιμοποιείται για την παρασκευή των τελικών λιπασμάτων.
Ταυτόχρονα η βιομηχανία αναψυκτικών όμως και κρέατος πλήττεται από τις υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας όσο και από το γεγονός ότι πολλοί πάροχοι κινδυνεύουν με κατέβασμα ρολών. Από ότι φαίνεται, η έλλειψη CO2 και η πανάκριβη ενέργεια είναι άλλοι δύο παράγοντες που μαζί με την ξηρασία ή τις πλημμύρες λόγω της κλιματικής αλλαγής και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα λόγω των εξάρσεων της πανδημίας, απειλούν τον κλάδο των τροφίμων.
Αυξάνονται και πληθύνονται δυστυχώς τα προβλήματα.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.