Στις 27 Ιανουαρίου, στις 10 Μαρτίου και στις 21 Απριλίου, η ελληνική οικονομία έχει την ευκαιρία να ανακτήσει για πρώτη φορά από το 2010 την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα, εξέλιξη που δεδομένα θα έχει θετικό αντίκτυπο στις εισροές επενδυτικών κεφαλαίων. Δεν είναι τυχαίο ότι με φόντο την πιθανότητα αναβάθμισης μέσα στους επόμενους μήνες, η Societe Generale δίνει σύσταση αγοράς των ελληνικών ομολόγων, έναντι των ιταλικών. Όμως, πόσο εφικτός είναι ο στόχος της αναβάθμισης σε προεκλογική περίοδο;
Κατ’ αρχάς, να πούμε πως υπάρχει και μία τέταρτη ημερομηνία-κλειδί, στις 3 Μαρτίου, η οποία είναι και η επικρατέστερη για την αναβάθμιση της Ελλάδας, αλλά δεν έχει την ίδια βαρύτητα γιατί θα προέλθει από την Scope Ratings, που δεν περιλαμβάνεται μέχρι σήμερα στη λίστα με τους επιλέξιμους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οίκους αξιολόγησης.
Ο γερμανικός οίκος Scope, δίνει σήμερα την υψηλότερη αξιολόγηση στην Ελλάδα καθώς την τοποθετεί στη βαθμίδα BB+, με θετικές προοπτικές, που σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται στον προθάλαμο μιας νέας αναβάθμισης. Αν στις 3 Μαρτίου η Scope αναβαθμίσει τη χώρα μας θα σηματοδοτήσει την επιστροφή της στην επενδυτική βαθμίδα. Όμως δεν θα υπολογίζεται για τις πράξεις της ΕΚΤ όπου τα ελληνικά ομόλογα δίνονται ως ενέχυρα, γιατί η Ευρωτράπεζα θέτει ως προϋπόθεση να υπάρχει επενδυτική βαθμίδα από έναν τουλάχιστον οίκο από τους big 4 (S&P, Moody’s, Fitch και DBRS). Σημειώνεται πως η Scope έχει καταθέσει στην ΕΚΤ τον απαραίτητο φάκελο για να συγκαταλέγεται στους επιλέξιμους οίκους αλλά δεν έχει ακόμη εγκριθεί το αίτημα.
Βγάζοντας από την εξίσωση την Scope, οι πιο αναμενόμενες ετυμηγορίες είναι της DBRS που είναι προγραμματισμένη για τις 10 Μαρτίου και της S&P στις 21 Απριλίου. Και οι δύο οίκοι βαθμολογούν την Ελλάδα με BB+, ακριβώς ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, όμως δίνουν σταθερές προοπτικές. Γι’ αυτό θα είναι έκπληξη μία απόφαση για αναβάθμιση, χωρίς να έχουν αναβαθμιστεί πρώτα οι προοπτικές. Πόσω μάλλον, όταν η Ελλάδα εισέρχεται σε προεκλογική περίοδο, η οποία πάντοτε συνοδεύεται από αβεβαιότητα για το αποτέλεσμα. Άρα, η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας δεν αποτελεί το επικρατέστερο σενάριο. Η μεγάλη πιθανότητα να χρειαστούν δεύτερες εκλογές ενισχύει τις ανησυχίες για μια έστω σύντομη περίοδο πολιτικής αστάθειας και κάνει τους οίκους αξιολόγησης να τηρούν στάση αναμονής.
Η λογική λέει ότι η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα θα έρθει μετά τις εκλογές, όταν θα ξεκαθαρίσει το τοπίο αναφορικά με τη δημοσιονομική εικόνα της ελληνικής οικονομίας στο τέλος του 2023 και τις προοπτικές για τα επόμενα χρόνια.
Το σενάριο να σημειωθεί έκπληξη και τελικά να πάμε σε εκλογές με την επενδυτική βαθμίδα είναι εφικτό και βασίζεται κυρίως στην πεποίθηση των αναλυτών ότι ο πολιτικός κίνδυνος έχει μειωθεί αισθητά, καθώς και η απειλή μιας νέας κόντρας με την Ε.Ε. για τα δημοσιονομικά, ανεξαρτήτως του ποιος κυβερνά. Είτε η DBRS θα δώσει το εισιτήριο για την επενδυτική βαθμίδα στις 10/3 είτε η S&P θα προβεί σε έκτακτη αναβάθμιση πριν τις 21/4.Το ενδεχόμενο διπλής αναβάθμισης από την Fitch θεωρείται απίθανο, όμως εξαιρετικά πιθανή είναι η αναβάθμιση των προοπτικών σε θετικές.
Η ελληνική οικονομία έχει διευθετήσει αρκετές από τις εκκρεμότητες των προηγούμενων ετών, προχωρά σε μεταρρυθμίσεις και έχει μπροστά της τη μεγάλη ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης. Όμως οι αβεβαιότητες διεθνώς παραμένουν, ενώ υπάρχει και το μεγάλο φετινό στοίχημα της επιστροφής σε πρωτογενή πλεονάσματα, μία εξέλιξη που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επενδυτική βαθμίδα. Βάσει του προϋπολογισμού για το 2023, ο στόχος είναι για πρωτογενές πλεόνασμα στο 0,7% του ΑΕΠ το 2023, για πρώτη φορά από το 2019 και χωρίς να έχει ξεπεραστεί η ενεργειακή κρίση. Σύμφωνα με την SocGen, το πιθανότερο είναι να μας αναβαθμίσει η S&P, που έχει και τη μεγαλύτερη βαρύτητα ως οίκος, μία εξέλιξη που θα στείλει ένα πολύ σημαντικό σήμα στις αγορές, αν και τα εκλογικά σενάρια θέλουν τις κάλπες να στήνονται πριν τις 21/4.