Οι τράπεζες είναι αναμφίβολα ο πιο ταλαιπωρημένος κλάδος της οικονομίας. Η υπερδεκαετής κρίση και το βαρύ πρόγραμμα αναδιαρθρώσεων στοίχησαν σε απώλειες θυγατρικών, μείωση δραστηριοτήτων και συρρίκνωση δικτύου. Ίσως η συρρίκνωση του δικτύου να ήταν μια διαδικασία που λόγω της ψηφιοποίησης να επιταχύνθηκε επιτείνοντας ωστόσο και την παράλληλη μείωση του προσωπικού.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των ισολογισμών του εισηγμένων τραπεζών οι εμπορικές τράπεζες στο τέλος του 2007 σε ενοποιημένη βάση απασχολούσαν 122.695 εργαζομένους. Μετά από 15 χρόνια το μέγεθος αυτό έχει μειωθεί κατά 67%. Βέβαια σε αυτή την καταμέτρηση υπάρχουν και τα δίκτυα του εξωτερικού ή Τράπεζες που είχαν την έδρα τους στην Κύπρο όπως η Τράπεζα Κύπρου και η Marfin. Το κλείσιμο των θυγατρικών στα Βαλκάνια έφερε επίσης μεγάλη μείωση στους αριθμούς των απασχολουμένων: Η Finans bank όταν πουλήθηκε από την Εθνική Τράπεζα το 2016 απασχολούσε 14.131 υπαλλήλους από τους 33.975 που ήταν ενταγμένοι στην τακτική μισθοδοσία της ΕΤΕ.
Σε δεύτερο χρόνο οι τράπεζες προχώρησαν σε εθελούσιες εξόδους προσωπικού στοχεύοντας αφενός στην ανανέωση του προσωπικού αφετέρου στην καλύτερη κατανομή πόρων με βάση τις επιδόσεις τους. Οι εθελούσιες εντάθηκαν μετά το 2015 όταν τα επιχειρηματικά πλάνα απορρόφησης των μη συστημικών τραπεζών είχαν οργανικά ολοκληρωθεί και ήταν πλέον προφανές το έλλειμμα ή το περίσσευμα πόρων για κάθε μία από τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες. Η διαδικασία δεν ήταν καθόλου εύκολη, ήταν χρονοβόρα λόγω και της εργατικής νομοθεσίας και με μεγάλο οικονομικό κόστος. Επίσης από τα λεγόμενα των τελευταίων τηλεδιασκέψεων των διοικήσεων η διαδικασία δεν φαίνεται να έχει ολοκληρωθεί ακόμα.
Παρόλα αυτά το βασικό ζητούμενο για τις τράπεζες ήταν και παραμένει η αύξηση του αμιγώς οργανικού αποτελέσματος, αυτού δηλαδή που προκύπτει από τα επαναλαμβανόμενα έσοδα από προμήθειες και τόκους. Σε αυτό το κομμάτι οι τράπεζες φαίνεται να τα έχουν καταφέρει την τελευταία τριετία να αυξήσουν το έσοδο ανά εργαζόμενο. Για την τελική γραμμή είναι ακόμα επισφαλές να μιλήσει κανείς καθώς ένα σημαντικό τμήμα των κερδών έχει παραχθεί από μη επαναλαμβανόμενα έσοδα (πωλήσεις θυγατρικών καρτών, ομόλογα κλπ) ενώ το κόστος των ζημιών των τιτλοποιήσεων δεν μπορεί επίσης να θεωρηθεί μέρος από την οργανική λειτουργία.
Έτσι λοιπόν στην τελευταία τριετία παρουσιάζεται μείωση του προσωπικού των τραπεζών κατά 7% για τις χρήσεις 2020 και 2021, ή 13,7% σε σχέση με το 2019. Στο ίδιο διάστημα οι τράπεζες αύξησαν τα έσοδα από τόκους ανά εργαζόμενο κατά 11,8% από το 2019 ανεβαίνοντας από τις 358 χιλ. ευρώ στα 401 χιλ. ευρώ . Σε αυτά τα μεγέθη περιλαμβάνονται και οι απώλειες από το ενήμερο κομμάτι των μη εξυπηρετούμενων εκθέσεων οι οποίες τιτλοποιήθηκαν. Η εικόνα στις προμήθειες είναι ακόμα πιο ανθηρή: από το 2019 το έσοδο από προμήθειες ανά εργαζόμενο προμήθεια αυξήθηκε από τα 70 χιλ. ευρώ στα 88 χιλ. ευρώ. Κάνοντας ταμείο με τα διοικητικά έξοδα, τις αποσβέσεις και το κόστος προσωπικού προκύπτει ότι οι ελληνικές τράπεζες αύξησαν το προ-προβλέψεων αποτέλεσμα ανά εργαζόμενο κατά 48,6% από το 2019, χωρίς την προσθήκη ή την αφαίρεση μη οργανικών στοιχείων. Η παραγωγικότητα των εργαζομένων από τα 235 χιλ. ευρώ αυξήθηκε 48,6% το 2019 στα 349,8 χιλ. ευρώ το 2021.
Τα παραπάνω στοιχεία είναι αρκούντως ενθαρρυντικά για την επαναλαμβανόμενη κερδοφορία των τραπεζών. Και τούτο διότι το βιβλίο δανείων στην Ελλάδα έχει συρρικνωθεί κατά 100 δισ. ευρώ ή 45% από το 2015 ενώ οι καταθέσεις έχουν επιστρέψει στα επίπεδα του Δεκεμβρίου του 2015. Με τις οργανικές εξοικονομήσεις που έχουν πετύχει οι τέσσερις συστημικές τράπεζες η αύξηση των χορηγήσεων θα πέσει αμέσως στη γραμμή των προ προβλέψεων αποτελεσμάτων ενισχύοντας και την καθαρή κερδοφορία τους μετά την ολοκλήρωση της εξυγίανσης τους στο τέλος της χρονιάς.
Το σύνολο του προσωπικού των συστημικών τραπεζών στο τέλος κάθε χρήσης
Πηγή: Beta Χρηματιστηριακή
Προσαρμοσμένο οργανικό Προ προβλέψεων αποτέλεσμα / Εργαζόμενο
Πηγή: Beta Χρηματιστηριακή