Θετικές παραμένουν μακροπρόθεσμα οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία παρά την αβεβαιότητα που επικρατεί, καθώς διαμορφώνονται συνθήκες για αλλαγή του προτύπου της οικονομικής ανάπτυξης, η οποία αναμένεται να προέλθει σε μεγαλύτερο βαθμό από τις επενδύσεις. Το ζήτημα βεβαίως είναι, ότι αν δεν υπήρχε η κρίση η ελληνική οικονομία ήταν «στημένη» για να επιτύχει ανάπτυξη 5% το 2022, ποσοστό το οποίο θα αποδυναμωθεί σε κάποιο βαθμό τώρα από το σοκ της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Πλέον υπάρχουν αβεβαιότητες για το το πόσο θα αποδυναμωθεί η αρχική δυνατότητα για σπουδαία άνοδο του ΑΕΠ, η οποία θα εξαρτηθεί από παράγοντες, όπως η επίπτωση του ενεργειακού κόστους, ο πληθωρισμός στην ενέργεια και τα αγροτικά προϊόντα, η επίπτωση στο «πορτοφόλι» των τουριστών στη χώρα, οι ξένες επενδύσεις και η ευελιξία των ευρωπαϊκών πολιτικών.
Ωστόσο το σημαντικό κομμάτι στην ανάπτυξη παραμένουν οι επενδύσεις. Και η αύξηση των επενδύσεων το επόμενο διάστημα, θα προσδιοριστεί από την πορεία του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας προς την επενδυτική βαθμίδα, αλλά και από την εισροή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Θα εξαρτηθεί επίσης και από την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που διαμορφώνουν ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον, σύμφωνα με έκθεση της Alpha Bank για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, όπως αποτυπώνονται σήμερα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Αλλαγή στο αναπτυξιακό πρότυπο με έμφαση στις επενδύσεις
Η τάση για αλλαγή στο πρότυπο της οικονομικής ανάπτυξης με έμφαση στις επενδύσεις, αποτυπώνεται ήδη από το 2021 καθώς, οι επενδύσεις στη χώρα αυξήθηκαν σημαντικά, κατά 19,6%, ενώ είχαν τη δεύτερη μεγαλύτερη συμβολή στον ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ (2,3 ποσοστιαίες μονάδες), μετά την ιδιωτική κατανάλωση (5,5 ποσοστιαίες μονάδες).
Οι καλές επιδόσεις των εξαγωγών υπηρεσιών και ειδικότερα των τουριστικών εισπράξεων το 2021, είχαν ως αποτέλεσμα τη θετική συμβολή των καθαρών εξαγωγών στην αύξηση του ΑΕΠ, ύψους 0,9 ποσοστιαίων μονάδων.
Όλα αυτά διαμορφώνουν ήδη μία καλή βάση για αύξηση του ΑΕΠ στο πρώτο τρίμηνο της χρονιάς, αν η πραγματική ανάπτυξη τρέξει στο ρυθμό του ΑΕΠ του τελευταίου τριμήνου του 2021, καθώς υπάρχει κεκτημένη ταχύτητα. Ειδικότερα, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας το τέταρτο τρίμηνο του 2021 διαμορφώνουν ισχυρά αποτελέσματα βάσης για το επόμενο έτος (carry-over effect). Αυτό καθώς η υψηλή επίδοση του τελευταίου τριμήνου του έτους 7,7% σε ετήσια βάση (και η αναθεώρηση προς τα κάτω για τα δύο προηγούμενα τρίμηνα), οδήγησαν σε ένα ισχυρό αποτέλεσμα βάσης για το 2022, στο 1,6% αναφέρει η Alpha Bank.
Αυτό το αποτέλεσμα (1,6%) προκύπτει ως ποσοστιαία μεταβολή μεταξύ του πραγματικού ΑΕΠ στο τελευταίο τρίμηνο του έτους και του μέσου επιπέδου του πραγματικού ΑΕΠ για όλο το έτος. «Ισοδυναμεί με τον ετήσιο μέσο ρυθμό ανάπτυξης που θα υπολογίζαμε στην περίπτωση που το πραγματικό ΑΕΠ σε κάθε τρίμηνο του επόμενου έτους παρέμενε ίσο με το επίπεδο του ΑΕΠ του τελευταίου τριμήνου του προηγούμενου έτους -δηλαδή σταθερό στη διάρκεια της επόμενη χρονιάς», σύμφωνα με την ανάλυση.
Η ενεργειακή κρίση
Στο πληθωριστικό χτύπημα που κατέγραψε ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, το Φεβρουάριο το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης 43,1% (σε ετήσια βάση) προέρχεται από τις ανατιμήσεις στην ενέργεια. Σχεδόν το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου της Ελλάδας το 2020, προήλθε από τη Ρωσία.
Συνεπώς η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας είναι υψηλή. Αυτό καθιστά την επίδραση των συγκρούσεων στα εδάφη της Ουκρανίας σημαντικό παράγοντα αβεβαιότητας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, καθώς οι αυξημένες τιμές των προϊόντων ενέργειας θα επηρεάσουν τόσο τις επιχειρήσεις, (μέσω του αυξημένου κόστους παραγωγής και του περιορισμού των κερδών τους), όσο και τα νοικοκυριά, μέσω της μείωσης του διαθεσίμου εισοδήματος και της καταναλωτικής δαπάνης.
Η παρουσίαση από την ΕΕ σχεδίου για σταδιακή απεξάρτηση των ευρωπαϊκών χωρών από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα, το οποίο περιλαμβάνει και λήψη πρόσθετων μέτρων στήριξης για το αυξανόμενο ενεργειακό κόστος, θα αμβλύνει τις αρνητικές επιπτώσεις.
Ήδη διαμορφώνεται βραχυπρόθεσμα στρατηγική προσφυγής σε εναλλακτικές πηγές, όπως το (LNG) και σε προμηθευτές εκτός Ρωσίας, καθώς και αύξησης παραγωγής και εισαγωγών βιομεθανίου και ανανεώσιμου υδρογόνου. Μεσοπρόθεσμα αναμένεται μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων και η επιτάχυνση της χρήσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καταλήγει η έκθεση της Alpha Bank.