Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Είναι τέτοια η επενδυτική «λειψυδρία» στην Ελλάδα που ακόμη και αύριο να γίνονταν οι βουλευτικές εκλογές, θα αποτελούσαν μία σημαντική ευκαιρία έτσι ώστε η χώρα να κάνει βήματα μπροστά, να αλλάξει σελίδα και να προσελκύσει δισεκατομμύρια ξένων κεφαλαίων που θα προκαλέσουν αναπτυξιακή έκρηξη. Η χθεσινή έκθεση της Citi, έρχεται να προστεθεί στις εκτιμήσεις ξένων αναλυτών που κάνουν λόγο για σοβαρή βελτίωση της επενδυτικής εμπιστοσύνης – ακόμη και για χρηματιστηριακό ράλι - στην περίπτωση που προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές και επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις που θέλουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη να είναι ο επόμενος πρωθυπουργός.
Τα τελευταία χρόνια η διεθνής επενδυτική κοινότητα έχει καταλάβει με τον πλέον αρνητικό τρόπο ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν ενδιαφέρεται για την εφαρμογή πολιτικών που θα διευκολύνουν την ιδιωτική πρωτοβουλία και την εισροή επενδυτικών κεφαλαίων. Το «πάγωμα» τεράστιων επενδυτικών project όπως το Ελληνικό και τα διαρκή εμπόδια με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι Έλληνες επιχειρηματίες και ξένοι επενδυτές, διαμορφώνουν ένα κλίμα που κάνει την Ελλάδα να μοιάζει με χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ και όχι με μία ανοιχτή οικονομία που προωθεί την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα.
Η ανάγκη προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων, είτε μέσω της αγοράς κρατικών και εταιρικών ομολόγων, είτε μέσω του χρηματιστηρίου και των νέων μικρών και μεγάλων επενδύσεων στους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, γίνεται ακόμη πιο επιτακτική σήμερα που ο οικονομικός κύκλος γύρισε και η χώρα εμφανίζει ανάπτυξη. Και αυτό γιατί η ανάπτυξη στηρίζεται κατά κύριο λόγο στον τουρισμό, ενώ όπως επισημαίνει η Citi, η Ελλάδα έχει σημειώσει τη μικρότερη πρόοδο σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας σε σύγκριση με Κύπρο, Πορτογαλία και Ιρλανδία.
Μέσα σε 10 χρόνια οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν σε ποσοστό της τάξης του 65% που σημαίνει ότι στο μέλλον η Ελλάδα έχει ήδη καθυστερήσει να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για να καλυφθεί το επενδυτικό έλλειμμα. Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης δεν αναμένεται να ξεκολλήσει, πάντα σύμφωνα με τη Citi, από τον απογοητευτικό ετήσιο ρυθμό του 1% και οι Έλληνες συνεχίζουν να τρώνε το λίπος, με την αποταμίευση να παραμένει σε αρνητικό έδαφος.
Επομένως, αποτελεί μονόδρομο η εισροή ξένων κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση της οικονομίας. Για να έρθουν όμως επενδυτές θα πρέπει να εφαρμοστούν φιλικές προς την επιχειρηματικότητα πολιτικές, όπως τόνισε πρόσφατα ο Πρεμ Γουάτσα, και να δοθούν κίνητρα έτσι ώστε να λάβει χώρα ένα επενδυτικό σοκ, όπως σημείωσε ο Γιάννης Στουρνάρας.
Στις βουλευτικές εκλογές που θα διενεργηθούν το αργότερο τον Οκτώβριο του 2019, οι πολίτες της χώρας θα κληθούν να αποφασίσουν για το οικονομικό τους μέλλον. Μακριά από την ακραία αντιπαράθεση των μνημονίων και με την οικονομία να προέρχεται από μια δεκαετία πλήρους κατάρρευσης, οι πολιτικές που θα εφαρμοστούν την επόμενη τετραετία θα καθορίσουν το κατά πόσο η Ελλάδα θα βγει για τα καλά από την κρίση και θα ζήσει στιγμές πραγματικής ανάπτυξης και όχι «δανεικής» όπως συνέβαινε τις περασμένες δεκαετίες.
Οικονομολόγοι, αναλυτές, επιχειρηματίες, παράγοντες της αγοράς, τραπεζίτες, εγχώριοι και ξένοι επενδυτές, όλοι συμφωνούν ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ θα εξαρτηθεί κατά κύριο λόγο από την υιοθέτηση μιας φιλικής προς την επιχειρηματικότητα στρατηγικής και την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων. Από τη στιγμή που είναι προφανές ότι η χώρα δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα ρευστότητας εκ των έσω, θα πρέπει να αυξηθούν τα χρήματα που έρχονται από το εξωτερικό.
Η αποτίμηση-πρόβλεψη της Citi έρχεται σε μία εποχή που η ελληνική αγορά παραπαίει και το κόστος δανεισμού της χώρας παραμένει πάνω από το 4,2%, καθιστώντας απαγορευτική την έξοδο στις αγορές. Το Χρηματιστήριο της Αθήνας δεν καταφέρνει να ορθοποδήσει, το κόστος χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις παραμένει δυσθεώρητο, ενώ οι συνθήκες ρευστότητας βελτιώνονται με ρυθμούς... χελώνας. Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική αλλαγή θεωρείται σήμερα ο πιο σημαντικός θετικός καταλύτης. Τόσο για τον τρόπο που βλέπουν οι αγορές την Ελλάδα, όσο και για την προώθηση και υλοποίηση επενδυτικών πλάνων που θα δώσουν περαιτέρω ώθηση στην ανάπτυξη.
Διότι μπορεί η οικονομία να αναπτύσσεται όμως η οικονομική παραγωγή συνεχίζει να απέχει πολύ από τις πραγματικές της δυνατότητες. Μία κυβέρνηση που θα εφαρμόζει φιλικές προς την επιχειρηματικότητα πολιτικές μπορεί να προκαλέσει θετικές εξελίξεις σε ομόλογα, χρηματιστήριο και γενικότερα στην προσπάθεια της Ελλάδας να ξεφύγει από την κατηγορία των επενδυτικών προορισμών «υψηλού κινδύνου».