Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Το ελληνικό χρέος πρέπει να αναδιαρθρωθεί και αυτό είναι κάτι που υποστηρίζουν όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές. Αυτό που μένει να αποφασιστεί είναι το «πότε» και το «πόσο». Διότι όπως δήλωσε χθες η διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Christine Lagarde, «ο βαθμός της αναδιάρθρωσης θα καθοριστεί από την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι απαιτείται ένας βαθμός αναδιάρθρωσης».
Ποια είναι, όμως, τα κατάλληλα μέτρα για να καταστήσουν βιώσιμο το χρέος και να ικανοποιήσουν τόσο την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όσο και το ΔΝΤ; Ο προσδιορισμός των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους αποτελεί το επόμενο μεγάλο ορόσημο και για την κυβέρνηση, μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, σε μία διελκυστίνδα στην οποία θα πρέπει να κάμψει την αντίσταση της γερμανικής πλευράς – κυρίως για το «πότε» - και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο.
Η ελάφρυνση του χρέους είναι εξαιρετικά σημαντική για δύο λόγους. Πρώτον, θα… ικανοποιήσει την Christine Lagarde και θα ανοίξει τον δρόμο για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Έτσι θα διασφαλιστεί η ομαλή συνέχεια του προγράμματος χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις και επεισόδια. Δεύτερον, θα αυξήσει τις πιθανότητες μίας θετικής έκθεσης από πλευράς ΕΚΤ, για τη βιωσιμότητα του χρέους, φέρνοντας πιο κοντά την είσοδο – σε πρώτο χρόνο - στην ποσοτική χαλάρωση και στη συνέχεια την έξοδο στις αγορές.
Η… ετυμηγορία του Mario Draghi θεωρείται καθοριστικής σημασίας για τη συνέχεια, καθώς αναμένεται να παίξει σημαντικό ρόλο στις συζητήσεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τους στόχους των επόμενων ετών. Σε αυτό το πλαίσιο, σημαντικό εργαλείο για να κατανοήσουμε τις προθέσεις του Draghi, είναι το πλαίσιο μεθοδολογίας που χρησιμοποιούν οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ για την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους των χωρών-μελών της Ευρωζώνης.
Η σχετική έκθεση των Othman Bouabdallah, Cristina Checherita-Westphal, Thomas Warmedinger, Roberta de Stefani, Francesco Drudi, Ralph Setzer και Andreas Westphal, είδε το φως της δημοσιότητας την περασμένη εβδομάδα. Οι οκτώ οικονομολόγοι της ΕΚΤ – μεταξύ των οποίων και ο εκπρόσωπος της ΕΚΤ στο κουαρτέτο, Francesco Drudi - δίνουν μία ενισχυμένη μεθοδολογία ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους (DSA), λαμβάνοντας υπόψη έναν χρονικό ορίζοντα 10 ετών και διάφορα σενάρια, ένα βασικό και μία σειρά ρεαλιστικών δυσμενών εξελίξεων.
Για να καταλάβουμε πόσο δύσκολη είναι η «εξίσωση» του ελληνικού χρέους, αν δεν υπάρξει πολιτική βούληση, αρκεί να λάβουμε υπόψη τις «κόκκινες» γραμμές που θέτουν οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ – οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν κατά την DSA για το ελληνικό χρέος - για να κριθεί ένα χρέος βιώσιμο:
- Το spread του 10ετούς κρατικού ομολόγου (δηλαδή η διαφορά του από το γερμανικό 10ετές) δεν πρέπει να ξεπερνά τις 231 μονάδες βάσεις. Σήμερα, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου διαμορφώνεται περί το 6,7%, όταν η απόδοση του γερμανικού βρίσκεται στο 0,18%, με το spread να ξεπερνά τις 650 μ.β. Καταλαβαίνει κανείς ότι για να υποχωρήσει η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου στα επίπεδα του 2,5% θέλει ακόμη πολύ δρόμο και μία σειρά θετικών εξελίξεων.
- Το χρέος δεν πρέπει να ξεπερνά το 90% του ΑΕΠ. Σήμερα, το ελληνικό χρέος αγγίζει το 177% του ΑΕΠ και είναι το υψηλότερο (ως ποσοστό του ΑΕΠ) στην Ευρωζώνη, ενώ ακολουθεί η Ιταλία με 133% και η Πορτογαλία με 129%. Υπάρχουν αναλύσεις που προβλέπουν ότι το ελληνικό χρέος δεν θα υποχωρήσει κάτω από το 120% του ΑΕΠ την επόμενη δεκαετία.
- Η μακροπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση (από τον οίκο Moody's) θα πρέπει να είναι τουλάχιστον Baa3, ενώ «καμπανάκι» χτυπάει όταν η αξιολόγηση είναι χαμηλότερη από Ba1, ήτοι όταν δεν θεωρείται επενδυτικού βαθμού. Η Ελλάδα απέχει εννέα βαθμίδες από την αξιολόγηση Baa
- Το βραχυπρόθεσμο χρέος δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 16% του συνολικού δημόσιου χρέους.
Η τρισδιάστατη ανάλυση της ΕΚΤ
Σε γενικές γραμμές, στο βαθμό που οι κυβερνήσεις ενισχύουν το σχεδιασμό και την εφαρμογή δημοσιονομικών, δομικών και χρηματοοικονομικών μεταρρυθμίσεων, οι κίνδυνοι βιωσιμότητας του χρέους τείνουν να μειωθούν.
Όπως αναφέρεται στην εργασία της ΕΚΤ, το δημόσιο χρέος μπορεί να θεωρηθεί «βιώσιμο» όταν το πρωτογενές αποτέλεσμα που χρειάζεται για να σταθεροποιήσει τουλάχιστον το χρέος βάσει τόσο του βασικού, όσο και του σεναρίου ρεαλιστικών εντάσεων, είναι οικονομικά και πολιτικά εφικτό, έτσι ώστε το επίπεδο του χρέους να συνάδει με ένα αποδεκτά χαμηλό επίπεδο κινδύνου, διατηρώντας παράλληλα τις προοπτικές ανάπτυξης σε ικανοποιητικό επίπεδο.
Όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο του δημόσιου χρέους, τόσο πιθανότερο είναι η δημοσιονομική πολιτική και το δημόσιο χρέος να μην είναι βιώσιμα. Αυτό είναι ο ορισμός του ΔΝΤ, τον οποίο χρησιμοποιεί έως έναν βαθμό και η ΕΚΤ. Η ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (DSA) της ΕΚΤ, λαμβάνει υπόψη παράγοντες βιωσιμότητας σε τρεις διαστάσεις:
1. Παρά την συνήθη μεσοπρόθεσμη προς μακροπρόθεσμη οπτική βιωσιμότητας της έκθεσης DSA, η ικανότητα της χώρας να διατηρεί πρόσβαση στις αγορές βραχυπρόθεσμα είναι επίσης σημαντική. Και αυτό γιατί οι κίνδυνοι ρευστότητας όσον αφορά τις δυσκολίες πρόσβασης στις χρηματαγορές σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα μπορεί να συνεπάγονται προβλήματα βιωσιμότητας χρέους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, καθώς οι υψηλότερες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων θα αυξάνουν σταδιακά το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
2. Το κρατικό χρέος μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμο μόνο αν οι δημοσιονομικές πολιτικές και οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για να επαναφέρουν το χρέος σε πτωτική τροχιά προς πιο συνετά επίπεδα, είναι εφικτές και ρεαλιστικές τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο.
3. Εκτός από την «ικανότητα πληρωμής», μία βασική προϋπόθεση ή εγγύηση για δημοσιονομική βιωσιμότητα είναι η «πρόθεση» της κυβέρνησης να πληρώσει τις υποχρεώσεις στο ακέραιο.
Photo by Hannelore Foerster/Getty Images/Ideal Image