Με συμπίεση του περιθωρίου κέρδους, προσφορές, hedging σε μη ευαλλοίωτα είδη, καθώς και προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (private label) προσπαθούν οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ να τιθασεύσουν τις τιμές στα ράφια, ώστε ο αντίκτυπος των ανατιμήσεων και του πληθωρισμού για τους καταναλωτές να είναι ο ελάχιστος δυνατός.
Ήδη, οι περισσότερες αλυσίδες έχουν προχωρήσει εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα στις πρακτικές αυτές προκειμένου να «κρατήσουν» τους καταναλωτές στα καταστήματα.
Ενδεικτικά, όπως ανέφεραν στο Liberal πηγές προσκείμενες στην ΑΒ Βασιλόπουλος, εκτός από τη συμπίεση των περιθωρίων κέρδους, στο οποίο άλλωστε έχει επιβληθεί πλαφόν από την κυβέρνηση, μια άλλη μορφή συγκράτησης των τιμών είναι και αυτή των προσφορών. Μάλιστα όπως ανέφεραν οι ίδιες πηγές οι κινήσεις της εταιρείας με στόχο την συγκράτηση των τιμών είχαν ξεκινήσει πολύ πριν ο πληθωρισμός «σκαρφαλώσει» στο 10,2%.
Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η βορειοελλαδική αλυσίδα Μασούτης, στελέχη της οποίας αναφέρουν ότι η πρώτη αντίδραση είναι να συμπιέσουν όσο μπορούν τα περιθώρια κέρδους. Παράλληλα σε προϊόντα που δεν είναι ευαλλοίωτα, όπως χαρτικά, καθαριστικά, είδη ατομικής φροντίδας κλπ, γίνεται προσπάθεια να «στοκάρουν» με ποσότητες που έχουν αγοραστεί σε φθηνότερες τιμές. Ακόμη, στα ευαλλοίωτα είδη γίνεται προσπάθεια ώστε από την όποια αύξηση έχουν τα προϊόντα αυτά, να φθάνει μόνο η μισή στο ράφι. Δηλαδή αν σε ένα είδος η αύξηση είναι 7%, στον καταναλωτή να φθάσει μόνο το 3,5%.
Μέχρι στιγμής, συγκεκριμένα ως τον Απρίλιο του 2022, με τον πληθωρισμό στο 10,2%, η καταγεγραμμένη επίπτωση είναι περιορισμένες απώλειες στον τζίρο των αλυσίδων σούπερ μάρκετ.
Τα δύο σενάρια
Μάλιστα σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής στοιχεία που δημοσιοποίησε η Nielsen IQ τον προηγούμενο μήνα υπάρχουν δύο βασικά σενάρια.
Στο πρώτο σενάριο τα ταχυκίνητα προϊόντα (FMCG) καταγράφουν οριακή πτώση τζίρου 0,3%, με τον πληθωρισμό στο καλάθι να υπολογίζεται στο 1,5%-1,6%. Ανά κατηγορία τα προϊόντα φροντίδας και νοικοκυριού υποχωρούν κατά 1,8% και 3,1% αντίστοιχα, ενώ τα τρόφιμα παραμένουν οριακά θετικά με αύξηση 0,3%.
Το δεύτερο σενάριο βασίζεται σε μια πιο «έντονη» υπόθεση, όπου ο πληθωρισμός στο καλάθι κυμαίνεται στο 3% και ο τζίρος των FMCGs υποχωρεί κατά 2,6%, με όλες τις κατηγορίες να καταγράφουν πτώση. Σε ό,τι αφορά την πορεία του πρώτου τριμήνου του 2022, μέχρι τις 27 Μαρτίου, ο τζίρος των FMCGs σύμφωνα με τη Nielsen ΙQ υποχωρεί κατά 1,4%.
Σημειώνεται, όμως, ότι οι επιδόσεις στις δώδεκα πρώτες εβδομάδες του 2022, εάν και αρνητικές σε σχέση με το 2021, είναι αυξημένες πάνω από 10% έναντι του ίδιου διαστήματος το 2019. Ακόμα και σε σχέση με το 2020 -όταν το ξέσπασμα του Covid-19 οδήγησε σε αγορές πανικού- οι τζίροι στο φετινό πρώτο τρίμηνο είναι αυξημένοι κατά 0,5%.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία της Nielsen στο πρώτο τρίμηνο του έτους η μέση αύξηση τιμής διαμορφώνεται στο 1,5%, ποσοστό εντυπωσιακά χαμηλό σε σχέση με τον δείκτη τιμών διατροφής της ΕΛΣΤΑΤ, ο οποίος τον Ιανουάριο διαμορφώθηκε στο 5,2%, τον Φεβρουάριο στο 7,1% και τον Μάρτιο εκτοξεύθηκε στο 8,1%.
Πάντως, σύμφωνα με το μοντέλο της εταιρείας, ο πραγματικός πληθωρισμός στο εγχώριο καλάθι του σούπερ μάρκετ διαμορφώθηκε στο πρώτο δίμηνο στο 4,2%, με τις τιμές να αυξάνονται κατά 4,1% στα τρόφιμα-ποτά, κατά 4,9% στα είδη προσωπικής υγιεινής και κατά 3,9% στα προϊόντα οικιακής φροντίδας. Την πεντάδα με τις μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών, σύμφωνα με τη NielsenIQ, διαμορφώνουν: τα σπορέλαια τα οποία στο πρώτο δίμηνο του 2022 ανατιμήθηκαν κατά 29,8%, το ελαιόλαδο κατά 20,6%, οι σούπες κατά 15,3%, ενώ ακριβότερες κατά 11,5% ήταν οι πάνες ενηλίκων και κατά 11,1% τα μαλακτικά ρούχων.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της IRI Hellas οι καταναλωτές δείχνουν να προσαρμόζονται στη νέα κατάσταση αγοράζοντας μικρότερες συσκευασίες, αλλάζοντας την συχνότητα επίσκεψης, τις ώρες αλλά και τα καταστήματα. Ψάχνουν την αξία, την τιμή και αναζητούν προϊόντα επώνυμα αλλά και ιδιωτικής ετικέτας.
Από τις μεγαλύτερες αλλαγές που έχουν εντοπιστεί από την αρχή της φετινής χρονιάς, είναι η στροφή των καταναλωτών στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Συγκεκριμένα, στο πρώτο δίμηνο το μερίδιό τους αυξήθηκε κατά 1,7 ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας στο 15,7%, σημαντικά χαμηλότερο από το 2014 όπου είχε ανέλθει στο 19%.