Η προσπάθεια της αμερικανικής ηγεσίας και των νομοθετικών σωμάτων των ΗΠΑ να περιορίσουν όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά την ανάπτυξη της κινεζικής βιομηχανίας τεχνολογίας και ειδικότερα του κλάδου των μικροεπεξεργαστών είναι εδώ και καιρό απόλυτα ξεκάθαρη. Το ίδιο ξεκάθαρο είναι και το γεγονός πως οι σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων βρίσκονται σε πολύ χαμηλό σημείο, με αφορμή και τους φόβους περί εισβολής της Κίνας στην Ταϊβάν.
Αυτό που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά είναι το πώς περιπλέκονται οι σχέσεις των ΗΠΑ με δύο από τους πιο βασικούς συμμάχους της στην περιοχή. Την Ταϊβάν και την Νότια Κορέα. Πρόσφατα ρεπορτάζ μεγάλων δυτικών μέσων ενημέρωσης μας δείχνουν πόσο λεπτές είναι οι ισορροπίες που διαμορφώνονται ανάμεσα στις ΗΠΑ και τις συμμάχους της. Ένα εκτενές άρθρο του Bloomberg από την Παρασκευή που μας πέρασε μας δίνει μία εικόνα των παρενεργειών που έχει η συνεχής αναφορά ανώτατων Αμερικανών αξιωματούχων στην πιθανότητα εκδήλωσης επιθετικών ενεργειών από την πλευρά της Κίνας προς την Ταϊβάν.
Οι πληροφορίες του διεθνούς πρακτορείου ειδήσεων λένε πως η ηγεσία της νησιωτικής χώρας πιστεύει πως η στάση των ΗΠΑ, οι οποίες είναι ο βασικός σύμμαχος της Ταϊβάν, έχει αρχίσει να βλάπτει σημαντικά τα επιχειρηματικά συμφέροντά της. Η ηγεσία της χώρας φέρεται έντονα ενοχλημένη και προβληματισμένη από πρόσφατες δηλώσεις αμερικανών αξιωματούχων. Αυτό που τους ενόχλησε περισσότερο είναι οι δηλώσεις της υπουργού εμπορίου των ΗΠΑ Τζίνα Ραϊμόντο, η οποία είπε πως η εξάρτηση των ΗΠΑ από τα microchips προηγμένης τεχνολογίας που κατασκευάζει μόνο η ταϊβανέζικη Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSM NASDAQ) συνιστά παράγοντα ανασφάλειας για τη χώρα της και είναι «μη διατηρήσιμη».
Δεν χάρηκαν όμως καθόλου και από τις δηλώσεις του ρεπουμπλικανού βουλευτή Μάικλ Μακόλ, ο οποίος επισκέφθηκε πρόσφατα την πρωτεύουσα Ταϊπέι. Ο Αμερικανός βουλευτής, από τα ανώτατα στελέχη του κόμματός του, δήλωσε πως η βιομηχανία μικροεπεξεργαστών της Ταϊβάν είναι ιδιαίτερα στρατηγικής σημασίας αλλά εξαιρετικά ευάλωτη απέναντι σε μία εισβολή. Ο Μακόλ πρόσθεσε πως οι ΗΠΑ πρέπει να βιαστούν και να μειώσουν πολύ γρήγορα την εξάρτησή τους από τα ταϊβανέζικα microchips. Η ανησυχία της ηγεσίας του νησιού μεγάλωσε μετά και τις σημαντικές πωλήσεις μετοχών της TSM στις οποίες προχώρησε ο μεγάλος επενδυτής Γουόρεν Μπάφετ, ο οποίος άφησε να εννοηθεί πως ο λόγος για τον οποίον πούλησε τις μετοχές ήταν η ανησυχία του για την ένταση που επικρατεί μεταξύ της Κίνας και της Ταϊβάν.
Σύμφωνα με το άρθρο του Bloomberg, ανώτατοι αξιωματούχοι στην πρωτεύουσα Ταϊπέι εκτιμούν πως η αμερικανική πλευρά «το έχει παρακάνει» και προσπαθούν μέσω διπλωματικών διαύλων να διαμηνύσουν στην αμερικανική πλευρά πως πρέπει να ρίξει λίγο τους τόνους. Ο φόβος των αξιωματούχων είναι πως οι αμερικανικές δηλώσεις μπορεί να αδυνατίσουν την θέση της Ταϊβάν, φοβίζοντας όσους έχουν επιχειρηματική συνεργασία με το νησί, υπονομεύοντας τελικά την οικονομία της χώρας και δημιουργώντας προβλήματα και στην παράταξη της παράταξης της προέδρου Τσάι ενόψει των εκλογών που θα γίνουν στην αρχή του 2024.
Η αμερικανική ρητορική δίνει επιχειρήματα στους αντιπάλους της Τσάι, οι οποίοι είναι πιο φιλικοί προς την Κίνα και την κατηγορούν πως «αδειάζει» την βιομηχανία της χώρας επιτρέποντας και ενθαρρύνοντας την κατασκευή εργοστασίων της TSM στις ΗΠΑ. Ο τελευταίος ισχυρισμός είναι εξαιρετικά υπερβολικός, καθώς η TSM (με την έγκριση της ηγεσίας της Ταϊβάν) δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει στα αμερικανικά της εργοστάσια την πιο προηγμένη τεχνολογία παραγωγής μικροεπεξεργαστών.
Η θέση της ηγεσίας των ΗΠΑ είναι εξαιρετικά λεπτή, καθώς δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να υπονομεύσει την θέση της Ταϊβάν, της οποίας είναι η μεγαλύτερη φίλη και ένα είδος εγγυήτριας δύναμης. Από την άλλη όμως, είναι βέβαιο πως δεν νοιώθει καθόλου καλά με την εξάρτησή της από τα προηγμένα microchips που παράγει η Ταϊβάν. Επειδή όμως δεν έχει καμία εναλλακτική λύση αυτή την στιγμή, το πιθανότερο είναι να λάβει υπόψη της σοβαρά τα παράπονα των Ταϊβανέζων φίλων της και να προσπαθήσει λίγο να ρίξει τους τόνους της δημόσιας αντιπαράθεσης.
Λίγο βορειότερα τώρα, στην Νότια Κορέα, βλέπουμε πως οι ΗΠΑ έχουν στενοχωρήσει έναν άλλο σύμμαχό τους, με αφορμή και πάλι τους μικροεπεξεργαστές. Αυτή την φορά, το πρόβλημα έχει να κάνει με τα microchips μνήμης τύπου DRAM στα οποία οι κορεατικές βιομηχανίες όπως η Samsung Electronics (005930 SEOUL) και η SK Hynix (000660 SEOUL) κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην παγκόσμια αγορά, μαζί με την αμερικανική Micron Technologies (MU NASDAQ). Οι αυστηροί περιορισμοί που έχουν επιβάλλει οι ΗΠΑ στους κινέζους κατασκευαστές DRAM τα τελευταία χρόνια, φαίνεται πως έχουν βάλει φρένο στην έντονη ανάπτυξή τους, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στους κορεάτες και τους αμερικανούς.
Μόλις την Παρασκευή που μας πέρασε, άρθρο του Bloomberg αναφερόταν στο όφελος που θα έχουν οι κορεατικές εταιρείες από την αδυναμία των κινέζων ανταγωνιστών τους να τους ανταγωνιστούν εξαιτίας της αμερικανικής πίεσης. Όμως, όπως ανέφεραν σε χθεσινό αποκλειστικό τους ρεπορτάζ οι Financial Times, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Όπως προκύπτει από τις πληροφορίες της αγγλικής εφημερίδας, η αμερικανική ηγεσία ζήτησε από τον πρόεδρο της Νοτίου Κορέας, ο οποίος ξεκινά επίσκεψη διάρκειας μίας εβδομάδας στις ΗΠΑ, να ασκήσει πίεση στις εταιρείες που κατασκευάζουν DRAM προκειμένου αυτές να μην αυξήσουν τις πωλήσεις τους προς την Κίνα.
Η υπόθεση αυτή έχει άμεση σχέση με τις κυρώσεις που ετοιμάζεται να επιβάλει η κινεζική πλευρά στην Micron Technologies, επικαλούμενη σημαντικά θέματα ασφαλείας με τους μικροεπεξεργαστές μνήμης που παράγει η αμερικανική εταιρεία. Αν η κινεζική πλευρά επιμείνει και απαγορεύσει τις πωλήσεις προϊόντων της Micron στην Κίνα, τότε θα εμφανιστούν ελλείψεις στην κινεζική αγορά. Αυτές τις ελλείψεις, οι οποίες θα μπορούσαν να ξεπεράσουν σε αξία τα 3 δισεκατομμύρια δολάρια μπορούν να τις καλύψουν μόνο οι κορεάτες παραγωγοί. Το ρεπορτάζ των Financial Times αναφέρει λοιπόν πως ο Λευκός Οίκος ζήτησε από τον πρόεδρο Γιούν να «προτρέψει» τις κατασκευάστριες DRAM να μην καλύψουν αυτό το κενό.
Οι Financial Times εκτιμούν πως η κορεατική πλευρά θα ανταποκριθεί στο αμερικανικό αίτημα, καθώς η ζημιά για τις κορεατικές επιχειρήσεις δεν θα είναι σημαντική. Το ίδιο πιστεύουν και αναλυτές του Reuters, οι οποίοι υπενθυμίζουν και την ισχυρή αμυντική σχέση μεταξύ των δύο χωρών. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι κορεάτες αξιωματούχοι και βιομήχανοι παίρνουν το θέμα αψήφιστα, καθώς φοβούνται πως μπορεί στο μέλλον να γίνουν πιόνια στην διαμάχη μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας σε πιο σοβαρά ζητήματα. Με δεδομένη την εξάρτησή τους από την αμερικανική στρατιωτική ισχύ, υποθέτουμε πως θα κάνουν τελικά ό,τι τους ζητήσει η αμερικανική ηγεσία, η οποία όμως σίγουρα γνωρίζει πως δεν είναι προς το συμφέρον της να φέρνει φίλες χώρες συχνά σε δύσκολη θέση. Υπό αυτή την έννοια, όσο λεπτή είναι η θέση της Νότιας Κορέας και της Ταϊβάν, άλλο τόσο είναι και αυτή των ΗΠΑ.