Οι άλλοι προχωρούν μπροστά, εμείς πίσω

Οι άλλοι προχωρούν μπροστά, εμείς πίσω

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Παρά τα δεδομένα οικονομικά προβλήματα στην Ευρώπη, η Κύπρος αναβαθμίζεται από τους οίκους αξιολόγησης και ξεφεύγει από την κατηγορία «junk», η Ισλανδία δίνει τέλος στα capital controls και προσελκύει κολοσσούς, όπως η Goldman Sachs, η ιρλανδική οικονομία καλπάζει με ρυθμό 5% και περιμένει τα «δώρα» του Brexit και στο σύνολό της η ευρωπαϊκή οικονομία εμφανίζει σημάδια ανάκαμψης.

Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η Ελλάδα, η οποία συνεχίζει το δρόμο της στασιμότητας και... διώχνει τους επενδυτές. Την περίοδο 2005-2015 η Ελλάδα έχει εμφανίσει τον μεγαλύτερο μέσο ετήσιο ρυθμό οικονομικής συρρίκνωσης στην Ευρώπη -(2,1%), ενώ τα στοιχεία για το 2016 δείχνουν μηδενική ανάπτυξη. Συγκριτικά, η Ιρλανδία αναπτύχθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 3,4% στην ίδια περίοδο, η Ρουμανία με 2,7% και η Βουλγαρία με 2,3%.

Η επενδυτική πραγματικότητα στη χώρα μας αντανακλάται στα στοιχεία που δείχνουν ότι η συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ έχει καταρρεύσει στο 11,4% το 2016, από 26% το 2007. Μάλιστα, το ποσοστό του 2016 είναι χαμηλό 20ετίας, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι οι επενδύσεις αποτελούσαν για 13 διαδοχικά έτη πάνω από το 20% του ΑΕΠ. Συγκριτικά, η συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ διαμορφώνεται κοντά στο 20% τόσο στην Ευρωζώνη, όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Παράλληλα, οι φόροι στην Ελλάδα καταγράφουν το 2016 επίσης υψηλό πολλών ετών, ως ποσοστό του ΑΕΠ, και ανέρχονται σε 13,76% (φόροι επί των προϊόντων) και 17,18% (φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών).

«Σήμερα κανείς δεν εμπιστεύεται την Ελλάδα διότι δεν υπάρχει ξεκάθαρη κατεύθυνση, ούτε σταθερό φορολογικό πλαίσιο, ενώ όσο οι αξιολογήσεις εξελίσσονται σε θρίλερ τόσο καθυστερεί η επιστροφή της χώρας σε πραγματική και διατηρήσιμη τροχιά ανάκαμψης», σημειώνει έμπειρο στέλεχος της αγοράς. «Η Ελλάδα σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί επενδυτικό προορισμό, ενώ δεν γίνεται καμία οργανωμένη προσπάθεια να διευκολυνθεί η εισροή ξένων κεφαλαίων».

Θα περίμενε κανείς ότι μετά από εννέα χρόνια κρίσης και κατάρρευσης των αξιών, οι επενδυτές θα έτρεχαν να προλάβουν να τοποθετηθούν πριν ξεκινήσει η ανάκαμψη, θέλοντας να ωφεληθούν από τις προοπτικές ανάπτυξης. Όμως το επενδυτικό ενδιαφέρον σήμερα περιορίζεται στη διαχείριση προβληματικών επιχειρήσεων και μάλιστα όχι στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Το χρηματιστήριο της Αθήνας παραμένει «κολλημένο» όσο δεν κλείνει η αξιολόγηση, ενώ οι ανησυχίες για τις τράπεζες αυξάνονται καθημερινά. Η πραγματική οικονομία είναι παγωμένη και το επενδυτικό σοκ που έχει ανάγκη μοιάζει κάτι πολύ μακρινό.

Ακόμη και η ποσοτική χαλάρωση, η ένταξη στην οποία θα αποτελούσε ένα επιτέλους θετικό μήνυμα προς την επενδυτική κοινότητα, χάνεται. Η ΕΚΤ δέχεται ασφυκτικές πιέσεις να μην παρατείνει τις αγορές ομολόγων αν συνεχιστούν τα θετικά στοιχεία για την οικονομία της Ευρωζώνης. Χαρακτηριστική ήταν η πρόσφατη δήλωση του Γερμανού κεντρικού τραπεζίτη Jens Weidmann, ο οποίος σε ερώτηση για την ένταξη της Ελλάδας στο QE, αρκέστηκε να τονίσει ότι το πρόγραμμα λήγει τον ερχόμενο Δεκέμβριο.

Στην Ευρώπη, συντελείται στο μεταξύ, μία από τις μεγαλύτερες αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών, καθώς ορισμένες από τις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες στον κόσμο ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν το Λονδίνο. Ξένα δημοσιεύματα μεταδίδουν πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες, οι πρώτες επιλογές των τραπεζικών κολοσσών όπως η Goldman Sachs, η Citigroup, η HSBC, η Morgan Stanley και η Bank of America, είναι η Φρανκφούρτη και το Δουβλίνο. Όμως δεν είναι μόνο η γερμανική μεγαλούπολη και η ιρλανδική πρωτεύουσα.

Η γερμανική πόλη είναι σύμφωνα με αναλυτές εύλογα πρώτη στις προτιμήσεις των επενδυτών, καθώς πρόκειται για ένα αναγνωρισμένο χρηματοοικονομικό κέντρο. Το Δουβλίνο, από την πλευρά του, ωφελείται εξαιτίας του παρόμοιου νομικού και ρυθμιστικού πλαισίου με τη Μ. Βρετανία και παράλληλα είναι το μοναδικό αγγλόφωνο κέντρο, άρα μία καλή εναλλακτική. Στο πλαίσιο της γενικότερης ανασυγκρότησης των δραστηριοτήτων τους, οι παγκόσμιες τράπεζες εξετάζουν το ενδεχόμενο να μεταφέρουν θέσεις εργασίας από το Λονδίνο στη Μαδρίτη, στο Άμστερνταμ και στο Λουξεμβούργο.

Κύπρος

Η χώρα με το υψηλότερο ποσοστό «κόκκινων» δανείων στην Ευρώπη βλέπει τους οίκους αξιολόγησης να αναβαθμίζουν το αξιόχρεό της και έχει αφήσει πίσω τα μνημόνια. Την περασμένη Παρασκευή η S&P αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Κύπρου κατά μία βαθμίδα, σε «BB+» και πλέον οι κρατικοί τίτλοι απέχουν μία ακόμη βαθμίδα από την κατηγορία επενδυτικού βαθμού. Έτσι, το κυπριακό δημόσιο βγαίνει σταδιακά από την κατηγορία «junk», ενώ οι εκτιμήσεις των αναλυτών κάνουν λόγο για ανάπτυξη 2,7% το 2017 και μέση ετήσια ανάπτυξη λίγο κάτω από 2,5% την περίοδο 2018-2020. Παράλληλα, προβλέπεται επιτάχυνση της επενδυτικής δραστηριότητας, με ιδιωτικές τοποθετήσεις που θα συμβάλλουν σε έργα στους τομείς του τουρισμού και της ενέργειας.

Ιρλανδία

Μπορεί η Ιρλανδία να θεωρείται η χώρα που θα επηρεαστεί περισσότερο από το Brexit, λόγω των στενών εμπορικών σχέσεων των δύο χωρών, όμως οι αρνητικές επιπτώσεις θα μπορούσαν να περιοριστούν με τη μετακίνηση διεθνών τραπεζών στο Δουβλίνο. Σήμερα, η Ιρλανδία θεωρείται μεταξύ των πρώτων επιλογών για την μετεγκατάσταση επενδυτικών τραπεζών. Ενώ το Brexit εκτιμάται πως θα αφαιρέσει από το ιρλανδικό ΑΕΠ περίπου 3,5% μέσα στην επόμενη δεκαετία, η οικονομία της χώρας προβλέπεται να αναπτυχθεί με μέσο ετήσιο ρυθμό που θα ξεπερνά το 3% την επόμενη τριετία. «Σημαία» του Δουβλίνου είναι ο εξαιρετικά χαμηλός συντελεστής φορολόγησης του 12,5%, ενώ οι φορολογικές... διευκολύνσεις που έχει παράσχει η Ιρλανδία σε αμερικανικές εταιρείες έχουν αποτελέσει σημείο τριβής με τους Ευρωπαίους εταίρους.

Ισλανδία

Μετά την πρόσφατη κατάργηση των capital controls, που βρίσκονταν σε ισχύ από το 2008 όταν κατέρρευσε το τραπεζικό σύστημα, η Ισλανδία προσπαθεί να αλλάξει σελίδα και να επιστρέψει σε κανονικούς ρυθμούς. Η είδηση ότι η Goldman Sachs επενδύει στην Arion Bank, την τράπεζα που προέκυψε από την εξυγίανση της χρεοκοπημένης Kaupthing, αποτελεί ορόσημο για την αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης. Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατεί μετά την άρση των περιορισμών είναι ότι δεν πέρασε ούτε μία εβδομάδα για να επιβεβαιωθεί η ιδιωτική τοποθέτηση διεθνών επενδυτών, μεταξύ των οποίων και της Goldman, στην ισλανδική τράπεζα με συνολικό ποσοστό 30%.