Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μετά από σχεδόν 15 χρόνια... γάμου, κατά τα οποία αναπτύχθηκε μία ιδιαίτερα στενή σχέση μεταξύ του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και των διεθνών αγορών, παρατηρείται ένα ρήγμα που δύσκολα μπορεί να κλείσει ενόψει των πρόωρων εκλογών του Ιουνίου.
Οι επενδυτές, γνωρίζοντας ότι δύσκολα θα χάσει ο Τούρκος πρόεδρος, στέλνουν τα απαραίτητα μηνύματα θέλοντας να προλάβουν μετεκλογικές κινήσεις που θα βυθίσουν ακόμη περισσότερο τη χώρα στην αβεβαιότητα. Στο μεταξύ, ο σουλτάνος δείχνει να ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνο για την ανάπτυξη, αδιαφορώντας για τις αρνητικές επιπτώσεις των επιλογών του.
Η σχέση του Ερντογάν με τις αγορές ήταν πάντοτε γεμάτη εντάσεις και... πάθη. Στην αρχή της θητείας του αλλά και για αρκετά χρόνια, οι διεθνείς επενδυτές έβλεπαν στον Ερντογάν έναν μεταρρυθμιστή που θα άνοιγε ακόμη περισσότερο το δρόμο για business στην Τουρκία των 80 εκατομμυρίων πολιτών, ενώ η χώρα βρισκόταν στην αίθουσα της αναμονής για την ένταξή της στην Ε.Ε.
Όμως τα πράγματα άρχισαν να στραβώνουν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος. Οι αγορές σήμερα φαίνεται πως «τιμωρούν» τον σουλτάνο για μία σειρά βεβιασμένων ενεργειών που οφείλονται στο φόβο που τον κυρίευσε μετά τα δραματικά γεγονότα της 15ης Ιουλίου του 2016.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πλέον οι αναλυτές δεν διαφωνούν για το αν η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε κρίση αλλά για το κατά πόσο η κρίση αυτή «σιγοβράζει» ή βρίσκεται μία ανάσα από το... σημείο ανάφλεξης. Και μόνο οι ιστορικά υψηλές αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και το ιστορικό χαμηλό της τουρκικής λίρας είναι αρκετά για να επιβεβαιώσουν την κακή κατάσταση, παρά τις προβλέψεις του ΔΝΤ για ανάπτυξη της τάξης του 4% το 2018.
Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, η αβεβαιότητα χτύπησε κόκκινο και η τουρκική οικονομία έπεσε σε ύφεση. Τότε, ο Ερντογάν άρχισε να ξοδεύει σαν να μην υπάρχει αύριο, κατά κύριο λόγο στον τομέα της Άμυνας, αλλά και σε μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας.
Αποτέλεσμα ήταν να ξεπεράσει η τουρκική οικονομία το 2017 ακόμη και στην Κίνα καθώς «έτρεξε» με ρυθμό 7,4%, που ήταν ο μεγαλύτερος μεταξύ των χωρών του G20. Τότε προς τι οι ανησυχίες; Είναι κακή η ανάπτυξη;
Επηρεασμένος από τις ενισχυμένες εξουσίες που θα έχει μετά τις εκλογές, ο Τούρκος πρόεδρος δείχνει να αγνοεί την οικονομική λογική και ζητάει όχι μόνο να αναλάβει τον έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας αλλά υπόσχεται να μειώσει τα επιτόκια, ρίχνοντας... λάδι στη φωτιά του πληθωρισμού. Σημειώνεται ότι το 2017 ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 10,85%, όταν στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στο 4,5%, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Επιπλέον, η διαρκής κατάρρευση της λίρας είναι μία από τις επιπτώσεις των πολιτικών του Ερντογάν που οι επενδυτές δεν συγχωρούν. Τι να την κάνουν την ανάπτυξη του 4% ή ακόμη και 7% αν το νόμισμα υποτιμάται συνεχώς και αναγκάζονται να αναζητήσουν επενδυτικές ευκαιρίες στο εξωτερικό;
Μία ακόμη εστία ανησυχίας είναι το δημοσιονομικό έλλειμμα. Οι δαπάνες αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω το 2018 – ανακοινώθηκαν νέα μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας στα τέλη Απριλίου - και το έλλειμμα εκτιμάται πως θα φτάσει στα 17,28 δισ. δολάρια, περί το 2% του ΑΕΠ. Αναλυτές σχολιάζουν πως όταν η ανάπτυξη επιτυγχάνεται μέσω της έκρηξης του πληθωρισμού λόγω των πολύ χαμηλών επιτοκίων και η κυβέρνηση ξοδεύει αλόγιστα δισεκατομμύρια, ο κίνδυνος υπερθέρμανσης μεγαλώνει καθημερινά.
Άρα, τι θέλουν σήμερα οι αγορές; Να χάσει ο Ερντογάν τις εκλογές, κάτι που σήμερα θεωρείται εξαιρετικά απίθανο, ή να αλλάξει στάση; Το δεύτερο θα ήταν το ιδανικό, όμως η συμπεριφορά του σουλτάνου εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις γεωπολιτικές εξελίξεις στα πολλαπλά μέτωπα που έχει ανοιχτά.
Ο Ερντογάν υπόσχεται ότι μετά τις εκλογές θα τα αλλάξει όλα... δια μαγείας. Ακόμη και τον πληθωρισμό υποστηρίζει ότι θα καταφέρει να «χαλιναγωγήσει» μέσω της μείωσης των επιτοκίων, κόντρα σε κάθε οικονομική θεωρία. Σουλτάνος είναι ό,τι θέλει λέει...
(φωτογραφία AP)