Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Τελειώνουν οι δικαιολογίες για την κυβέρνηση και μετά τις φιέστες που ετοιμάζονται για το τέλος των μνημονίων θα πρέπει να κινηθεί με απόλυτη αποτελεσματικότητα σε συγκεκριμένους τομείς έτσι ώστε να διασφαλίσει ότι οι αγορές θα της επιτρέψουν να δανειστεί με επιτόκια που δεν θα είναι τοκογλυφικά.
Ο Αλέξης Τσίπρας καλείται να προχωρήσει σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για να «ξεκλειδώσουν» οι θετικές προοπτικές της χώρας και να αφήσει στην άκρη τις προεκλογικού τύπου υποσχέσεις για «ξήλωμα» των μέτρων που έχουν ήδη εφαρμοστεί ή αυτών που έχουν ψηφιστεί.
Οίκοι αξιολόγησης, μεγάλες επενδυτικές τράπεζες και αναλυτές, ακόμη και θεσμοί όπως η Κομισιόν και το ΔΝΤ έχουν ήδη ενημερώσει την κυβέρνηση για τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων η Ελλάδα θα επιστρέψει στις αγορές, ανακτώντας μέρος της κυριαρχίας της. Δυστυχώς, καμία από αυτές τις προϋποθέσεις δεν συμβαδίζει με τα όσα «παράλογα» για τον τρόπο που λειτουργούν οι διεθνείς αγορές υπόσχεται ή επιδιώκει η ελληνική κυβέρνηση.
Την περασμένη Παρασκευή ήταν η Standard & Poor' s, η οποία αναβάθμισε σε «θετικό» το outlook για την Ελλάδα, θέτοντας παράλληλα τους όρους για περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας.
Η ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και η απλοποίηση των διαδικασιών πτώχευσης, σε συνδυασμό με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, είναι μερικές από τις προϋποθέσεις για να τρέξει πιο γρήγορα η ανάπτυξη και να στείλει η χώρα μήνυμα ότι επιστρέφει στην κανονικότητα. Δύο εξίσου σημαντικές εξελίξεις που θα σηματοδοτήσουν την «επιστροφή» της Ελλάδας είναι η αξιοσημείωτη μείωση των «κόκκινων» δανείων και η πλήρης άρση των capital controls.
Όπως γίνεται κατανοητό, τα capital controls αποκλείεται να αρθούν πλήρως μέσα στους επόμενους μήνες, αφού για παράδειγμα μία από τις βασικές προϋποθέσεις είναι ο μηδενισμός του ELA από τις ελληνικές τράπεζες. Όμως οι ελληνικές τράπεζες δεν πρόκειται να μειώσουν τον ELA έως το τέλος του έτους, ενώ στην περίπτωση που δεν παραταθεί η ισχύς του waiver μετά τις 20 Αυγούστου (που είναι το πιθανότερο σενάριο), τότε – και πάντα ανάλογα με τις συνθήκες στις αγορές – δεν αποκλείεται οι εγχώριοι όμιλοι να χρειαστούν εκ νέου κεφάλαια από τον έκτακτο μηχανισμό της ΤτΕ. Αυτό θα σημάνει αυτομάτως ότι η πλήρης άρση των capital controls μετατίθεται για το μέλλον.
Στο μεταξύ, τα πρώτα απτά αποτελέσματα σημαντικής μείωσης των «κόκκινων» δανείων θα φανούν στο τέλος του έτους, ενώ οι νέοι στόχοι που συμφωνηθούν με τον SSM και θα γίνουν γνωστοί τον Σεπτέμβριο θα μας δώσουν μία εικόνα του που βρισκόμαστε και του που πάμε.
Όσο για το επιχειρηματικό κλίμα, εκεί τα πράγματα είναι ακόμη πιο δραματικά. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει η ελληνική κυβέρνηση είναι να αποπληρώσει τις οφειλές του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα και στη συνέχει να εφαρμόσει σύγχρονες πρακτικές για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων με σκοπό να δοθεί ώθηση στην πραγματική οικονομία.
Αν δεν δούμε όλα αυτά να συμβαίνουν στους πρώτους μήνες – αν όχι στις πρώτες εβδομάδες από τη λήξη του μνημονίου – τότε η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές για την πλήρη χρηματοδότηση των αναγκών της και άρα στην κανονικότητα, θα αργήσει σε επικίνδυνο βαθμό.
Ταυτόχρονα, η S&P προειδοποιεί την ελληνική κυβέρνηση ότι θα… πατήσει φρένο στις αναβαθμίσεις, στην περίπτωση που ακολουθήσει τον δρόμο της Ιταλίας και επιδιώξει να ξηλώσει μεταρρυθμίσεις, περιορίζοντας με αυτό τον τρόπο την ικανότητα της χώρας να μειώσει το χρέος και να συνεχίσει τη δημοσιονομική προσαρμογή.
Την ίδια ημέρα, η Credit Suisse με έκθεσή της, υπενθύμισε σε όσους εσκεμμένα το ξεχνούν, ότι η χρηματοοικονομική κανονικότητα θα επανέλθει όταν το ελληνικό δημόσιο καταφέρει να εξασφαλίσει πιστοληπτική αξιολόγηση στην επενδυτική διαβάθμιση, κάτι που σύμφωνα με την ελβετική τράπεζα, δεν αναμένεται να συμβεί σύντομα.
Για να μπει η Ελλάδα ξανά στα ραντάρ θεσμικών και άρα μακροπρόθεσμων επενδυτών θα πρέπει να αποκτήσει αξιολόγηση στην κατηγορία «investment grade» τουλάχιστον από τους δύο εκ των τριών οίκων αξιολόγησης.
Στην παρούσα φάση, η Moody's συνεχίζει να δίνει τη χαμηλότερη αξιολόγηση για την Ελλάδα «B3» που σημαίνει ότι για να επανέλθει η χώρα μας σε επενδυτική βαθμίδα χρειάζεται να αναβαθμιστεί κατά 6 βαθμίδες. Η S&P δίνει την υψηλότερη αξιολόγηση «Β+» (4 βαθμίδες για να βγούμε από την κατηγορία junk) και η Fitch «Β» (5 βαθμίδες σε junk).
Στις 10 Αυγούστου έχει προγραμματιστεί η αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου από τον οίκο Fitch και όλα δείχνουν ότι θα είναι θετική. Οι πληροφορίες, μάλιστα, θέλουν τη Fitch να αναβαθμίζει την Ελλάδα σε «Β+» με θετικό outlook για περαιτέρω αναβάθμιση, φτάνοντας την αξιολόγηση της S&P. Και η Fitch αναμένεται να θέσει τους ίδιους «κανόνες παιχνιδιού» για μετά τις 20 Αυγούστου, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο το πλαίσιο «εποπτείας» της ελληνικής κυβέρνησης.