Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η εποχή των… παχιών αγελάδων κατά την οποία η κυβέρνηση μοιράζει προεκλογικά δώρα και στηρίζει την προεκλογική της εκστρατεία στο αφήγημα ότι επιστρέφουμε στην κανονικότητα φτάνει στο τέλος της, μαζί με τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Το διεθνές περιβάλλον βελτιώθηκε αισθητά το τελευταίο δίμηνο δίνοντας στον Αλέξη Τσίπρα την ευκαιρία να κάνει όλα αυτά που δεν μπόρεσε μέσα στο 2018 (έξοδος στις αγορές) αλλά και να πατήσει στη χρηματιστηριακή άνοδο για να υποσχεθεί ακόμα καλύτερες ημέρες.
Όμως οι οιωνοί δεν είναι τόσο καλοί. Η ανάπτυξη διαμορφώθηκε στο 1,9% το 2018, έναντι στόχου για 2,1% και μπορεί το 2019 να ξεκίνησε θετικά όμως βρισκόμαστε σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Στην ουσία, ο πρωθυπουργός έχει μπροστά του το πολύ επτά μήνες για να παραδώσει μία οικονομία που θα μπορεί να σταθεί στα πόδια της και όχι ένα ερείπιο που μετά από οκταετή ύφεση παραπατάει και περιμένει… την χαριστική βολή.
Όλοι όσοι παρακολουθούν και αναλύουν την ελληνική οικονομία – ακόμη και αυτοί που ενστερνίζονται το μοντέλο Τσίπρα, του λαϊκισμού και των καθυστερήσεων – συμφωνούν ότι οι τράπεζες έχουν σοβαρό πρόβλημα και ότι οι επενδύσεις δεν μπορούν να σηκώσουν κεφάλι με τις υφιστάμενες πολιτικές. Από την Citi και την HSBC, μέχρι την Bank of America και την JP Morgan, και από τη Moody' s και την S&P, μέχρι το ΔΝΤ και την Capital Economics, όλοι βλέπουν ότι η ανάκαμψη ήρθε, όπως νομοτελειακά θα γινόταν, αλλά είναι αναιμική και μη βιώσιμη, με αποτέλεσμα να μην αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ορισμένοι «απαισιόδοξοι», όπως η Capital Economics και η Citi προβλέπουν για το 2020 ανάπτυξη 0,5% και 1,5% αντίστοιχα, κανείς από τους πιο αισιόδοξους δεν βλέπει ρυθμούς 3% ή 4% που χρειάζεται η χώρα. Και αυτό γιατί οι αναλυτές κρίνουν με τα σημερινά δεδομένα, όταν οι τράπεζες έχουν να αντιμετωπίσουν το βουνό των 80 δισ. ευρώ «κόκκινων» δανείων και οι επενδύσεις δεν έρχονται ούτε με το σταγονόμετρο.
Σε χθεσινή της έκθεση η Capital Economics, αν και δεν μας έκανε σοφότερους, περιέγραψε με γλαφυρό τρόπο και σε λίγες γραμμές όλα όσα συμβαίνουν σήμερα στην ελληνική οικονομία. Η Ελλάδα εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την οικονομική δραστηριότητα στην Ευρώπη, ενώ το ίδιο συμβαίνει και για τις συνθήκες ρευστότητας σε τράπεζες και επιχειρήσεις. Αν, λοιπόν, η Ευρώπη επιβραδύνει όπως όλοι πιστεύουν, τότε η χώρα μας θα έχει να ξεπεράσει ένα ακόμη… ψηλό εμπόδιο στο δρόμο προς την αναπτυξιακή έκρηξη που έχει υποσχεθεί ο Κ. Μητσοτάκης.
Τέσσερις είναι οι παράγοντες που θα πρέπει η επόμενη κυβέρνηση να δώσει την απαιτούμενη προσοχή. Ο πρώτος σχετίζεται με την εγχώρια ζήτηση, αφού η καταναλωτική δαπάνη βρίσκεται σε ανοδική τροχιά και δεν πρέπει να… εκτροχιαστεί. Τα εισοδήματα θα πρέπει να ενισχυθούν το 2020 σε ένα έτος που δεν θα έχει επιδοματικές πολιτικές και προεκλογικά «δώρα».
Ο δεύτερος αφορά στις πολύ κρίσιμες ιδιωτικές επενδύσεις. Η κυβέρνηση Τσίπρα απέτυχε παταγωδώς στην προσέλκυση κεφαλαίων και η εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων πρέπει να τεθεί ως βασικός στόχος μιας κυβέρνησης που θέλει να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη. Όμως για να είναι εφικτή μία τέτοια προσπάθεια, θα πρέπει να βρεθούν γρήγορες και αποτελεσματικές λύσεις στα προβλήματα των τραπεζών. Να τεθούν στη διάθεση των εγχώριων πιστωτικών ομίλων όλα τα απαραίτητα εργαλεία, όπως τα σχέδια του ΥΠΟΙΚ και της ΤτΕ και να μην υπάρξει καμία καθυστέρηση σε ότι αφορά την αποκατάσταση της κουλτούρας πληρωμών.
Ο τρίτος παράγοντας είναι οι… παρεξηγημένες δημόσιες επενδύσεις. Μπορεί η έκδοση του 10ετούς ομολόγου να έχει δώσει το δικαίωμα στην κυβέρνηση να πανηγυρίζει την επιστροφή στις αγορές όμως η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Οι κινήσεις του δημοσίου περιορίζονται από τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες και η Ελλάδα το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να δανείζεται για να πληρώνει δάνεια και να βελτιώνει το προφίλ της.
Επιπλέον, η κυβέρνηση Τσίπρα έχει πολύ κακό ιστορικό στην αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων, καθώς όπως ανέφερε η Κομισιόν στην πρόσφατη έκθεσή της για τη 2η μεταμνημονιακή αξιολόγηση, η Ελλάδα έχει χρησιμοποιήσει μόλις το 45% των κεφαλαίων που δικαιούται για την περίοδο 2014-2020.Επομένως, η επόμενη κυβέρνηση καλείται να αποδειχθεί πολύ πιο αποτελεσματική στην αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων και να εφαρμόσει τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις έτσι ώστε να επιτύχει δημοσιονομική χαλάρωση στο μέλλον.
Τέλος, πολλά θα κριθούν από το διεθνές περιβάλλον, που ναι μεν είναι σήμερα ευνοϊκό και επέτρεψε την έκδοση 10ετούς και τη μείωση του κόστους δανεισμού σε χαμηλά 15ετίας, όμως τίποτα δεν προδικάζει ότι τα πράγματα θα συνεχίσουν το ίδιο θετικό μοτίβο. Η Capital Economics τονίζει ότι το 35% των ελληνικών εξαγωγών – προϊόντα και υπηρεσίες – απορροφάται από την Ευρωζώνη, μία οικονομία που θα «τρέξει» με 1% το 2019 και ακόμη χαμηλότερο ρυθμό το 2020. Άρα, ένα σημαντικό μέρος της οικονομίας θα πληγεί από το διεθνές περιβάλλον και το μόνο που μπορεί να γίνει σε αυτή την περίπτωση είναι να έχει βελτιωθεί μέχρι του χρόνου η εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό…