Του Γιώργου Φιντικάκη
Τρεις εβδομάδες μετά την δήθεν «έξοδο» από τα μνημόνια, και η Ελλάδα βρίσκεται σε πλήρη ανυποληψία στα μάτια των αγορών.
Η κυβέρνηση αρνείται να το δει και κτίζει με επικοινωνιακούς όρους ψευδή αφηγήματα σύμφωνα με τα οποία, όλα θα επιστρέψουν σταδιακά στην κανονικότητα που προϋπήρχε της κρίσης.
Οι αγορές, όμως, δεν πείθονται. Όχι μόνο δεν υπάρχει αυτό το εγερτήριο κλίμα της ανάταξης που θα περίμενε να συναντήσει κανείς σε μια οικονομία που υποτίθεται πως ξαναρχίζει να στέκεται στα πόδια της, αλλά αντίθετα πληθαίνουν τα καμπανάκια ότι στην επόμενη γωνία εξακολουθεί να παραμονεύει το ατύχημα.
Αν τα πράγματα ήταν έτσι όπως τα παρουσιάζει ο Πρωθυπουργός, και η χώρα ήταν θωρακισμένη απέναντι στις αναταράξεις από Ιταλία, Τουρκία και Αργεντινή, τότε οι αγορές δεν θα μας ζητούσαν χθες προκειμένου να μας δανείσουν, επιτόκιο 4,56%, ρεκόρ διμήνου για το ελληνικό 10ετές. Δεν θα αποτελούσε για αυτές το "ορόσημο" της 21ης Αυγούστου ένα "non event", με τις αποδόσεις των ελληνικών τίτλων να έχουν αυξηθεί 7% από τις 21 Αυγούστου και συνολικά 15% από τις αρχές Αυγούστου.
Αν η χώρα είχε "καθαρίσει" με τη κρίση, όπως επίμονα ισχυρίζονται κάποιοι υπουργοί, τότε τα spreads, δηλαδή η διαφορά της απόδοσης ανάμεσα στο 10ετές ομόλογο και το αντίστοιχο γερμανικό, δεν θα σκαρφάλωναν χθες στις 420,5 μονάδες βάσης, κάνοντας ένα ακόμη ρεκόρ, έναντι 269 του ιταλικού, 154 του πορτογαλικού, και 110 του ισπανικού. Ούτε θα "τσίμπαγαν" όπως συμβαίνει από την αρχή του μήνα, αλλά θα μειώνονταν, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα αντίστοιχα όλων των παραπάνω χωρών.
Εξίσου εντυπωσιακή είναι η αντίδραση στο μέτωπο του χρηματιστηρίου. Μετρά πτώση 6% από τις 21 Αυγούστου και συνολικά 20% από τα υψηλά του περασμένου Ιανουαρίου, με αποτέλεσμα ο γενικός δείκτης να βρίσκεται πλέον μια ανάσα από τις 700 μονάδες. Στον Αύγουστο μόνο, δηλαδή το "μήνα της εξόδου", οι τράπεζες, ο πνεύμονας κάθε οικονομίας που θέλει να λέγεται υγιής, έχουν χάσει πάνω από το 22% της αξίας, ενώ οι απώλειες μόνο την τελευταία εβδομάδα ξεπερνούν το 13%. Οι τιμές των τραπεζικών μετοχών είναι κάτω από εκείνες τις τελευταίας ανακεφαλαιοποίησης. Μόνο αυτό τα λέει όλα.
Σε ένα βαθμό, η βουτιά των τραπεζικών μετοχών αποδίδεται και στην απώλεια του waiver, της πρόσβασης δηλαδή στο φθηνό χρήμα της ΕΚΤ, που χάθηκε επειδή η κυβέρνηση επέλεξε το πολιτικό αφήγημα της καθαρής εξόδου, αντί μιας προληπτικής γραμμής. Αλλά η βασική αιτία λέγεται έλλειψη εμπιστοσύνης.
Στην πράξη, οι αγορές γυρνούν με κάθε τρόπο την πλάτη στη κυβέρνηση, που χάνει το πιο βασικό της πολιτικό αφήγημα.
Ήλπιζε ότι με τη λήξη του προγράμματος θα μπορούσαν να "πουλήσει" ότι οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων επιτρέπουν στο ελληνικό Δημόσιο να βγει στις αγορές, ανά πάσα στιγμή, και μάλιστα με λογικά επιτόκια. Έτσι θα είχε τη δυνατότητα να στηρίξει το αφήγημα "εμείς βγάλαμε τη χώρα από τα μνημόνια και οι αγορές είναι ανοιχτές για την Ελλάδα".
Επιστροφή επενδύσεων στο... 2015
Τελικά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όχι μόνο το αφήγημα των αγορών, αλλά και εκείνο της ανάπτυξης αποδεικνύεται άνευ αντικρίσματος.
Έπειτα από το 2,5% ανάπτυξης του πρώτου τριμήνου ακολούθησε το 1,8% του δεύτερου τριμήνου, στοιχείο που καθιστά πλέον τον στόχο για ανάπτυξη 2% για το σύνολο του έτους υπεραισιόδοξο, και το 1,5% πιθανότερο.
Το πλέον εντυπωσιακό είναι όμως η μείωση των επενδύσεων. Δύο συνεχόμενα τρίμηνα αρνητικού ρυθμού στις επενδύσεις είχαμε να δούμε από την περίοδο του αχρείαστου δημοψηφίσματος του 2015 (και της επιβολής των capital controls.
Κι όμως. Της μείωσης 5,4% στο β' τρίμηνο, είχε προηγηθεί η υποχώρηση 10% το α' τρίμηνο, δηλαδή μέσα σε ένα 6μηνο κατεγράφη αποεπένδυση 15%. Τόσο άσχημη επίδοση, με πτώση για δύο συνεχόμενα τρίμηνα, έχει να παρουσιαστεί εδώ και μια τριετία.
Σε μια στιγμή επίσης, όπου όλοι αναγνωρίζουν ότι μία από τις επιτυχίες των μνημονίων ήταν ο δραστικός περιορισμός του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, τώρα το φάντασμα δείχνει να επιστρέφει. Τα στοιχεία για το β'' τρίμηνο του έτους δείχνουν σημαντική αύξηση 4,8% των εισαγωγών σε σχέση με το α'' τρίμηνο, και άνοδο 4,3% σε σχέση με το β'' τρίμηνο πέρυσι.
Ενώ τα στοιχεία της πραγματικής οικονομίας δείχνουν ότι χρειάζεται το βάρος να δοθεί αλλού, ο κ. Τσίπρας και το επιτελείο του έχουν επιλέξει να επενδύσουν όλες τις δυνάμεις τους στη διαχείριση της προεκλογικής εκστρατείας τάζοντας για άλλη μια φορά τα πάντα στους πάντες.
Κάθε μεταρρυθμιστική δέσμευση που θα τελεί υπό αμφισβήτηση από τους ίδιους τους υπουργούς, και κάθε εξαγγελία παροχών, θα χτυπά σαν ηλεκτρικό ρεύμα τις ευαίσθητες κεραίες των αγορών.