Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Ο τρόπος με τον οποίο «συμπεριφέρονται» οι αγορές στο ελληνικό δημόσιο 100 ημέρες πριν τη λήξη του μνημονίου αποδεικνύει ότι αυτές έχουν τον πρώτο αλλά και τον τελευταίο λόγο για τα όσα θα συμβούν μετά τον Αύγουστο στην Ελλάδα. Μόνο χθες, η απόδοση του 10ετούς εκτινάχθηκε στο 4,132% και σήμερα στο 4,36%, ενώ τη Δευτέρα είχε μειωθεί στο 4%.
Οι μεταβολές δείχνουν, σύμφωνα με ειδικούς της αγοράς, ότι η Ελλάδα δεν έχει να παρουσιάσει κάποιο success story που θα υπερκαλύπτει τις ευρύτερες ανησυχίες που προκαλεί η αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων, ενώ η αγορά για τα ελληνικά «χαρτιά» είναι τόσο ρηχή που εύκολα οι αποδόσεις μετατρέπονται σε... μαριονέτες των επενδυτικών διαθέσεων.
Οι αγορές είναι αυτές που θα αποφασίσουν αν θα αφήσουν τον Αλέξη Τσίπρα να μην εφαρμόσει τις περικοπές στις συντάξεις και οι αγορές θα κρίνουν αν οι υπόλοιπες πολιτικές που θα εφαρμόσει είναι οι... ενδεδειγμένες. Και επειδή οι περικοπές αποτελούν υφιστάμενες δεσμεύσεις και ο χρόνος μέχρι την υλοποίησή τους είναι πολύ μικρός, ακόμη και στο πιο ακραία θετικό σενάριο, οι αγορές δεν θα επέτρεπαν στον Έλληνα πρωθυπουργό θα πάρει πίσω το μέτρο.
Κάτι ανάλογο θα συμβαίνει με τα πάντα. Προφανώς και θα διενεργούνται αξιολογήσεις από τους δανειστές οι οποίοι θέλουν να διασφαλίσουν ότι θα πάρουν τα χρήματά τους πίσω. Αλλά οι αγορές θα μας δανείζουν από δω και πέρα, άρα θα είναι και στη δική τους ευχέρεια να μας στριμώξουν ή να μας δώσουν ώθηση. Βέβαια, μετά από τόσα χρόνια αποκλεισμού από τις αγορές, το πιθανότερο είναι οι επενδυτές να εξαντλήσουν όλη τους την αυστηρότητα πριν αρχίσουν να βλέπουν με... άλλο μάτι την Ελλάδα.
Σε ό,τι αφορά τη σημερινή κατάσταση, μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να έχει επανειλημμένα αποδείξει ότι δεν κατανοεί τον τρόπο που λειτουργούν οι αγορές, όμως θα περίμενε κανείς ότι μετά την έκδοση 7ετούς ομολόγου τον περασμένο Φεβρουάριο, η κυβέρνηση θα είχε τις ευκαιρίες της. Θα μπορούσε, δηλαδή, να αντλήσει μερικά ακόμη δισεκατομμύρια από τις αγορές με σχεδόν ικανοποιητικά επιτόκια, στην προσπάθειά της να χτίσει το πολυπόθητο κεφαλαιακό απόθεμα.
Όμως, το οικονομικό επιτελείο λογάριαζε χωρίς... τον ξενοδόχο. Οι γεωπολιτικές αναταράξεις σε συνδυασμό με την ευρύτερη τάση αντιστροφής των χαμηλών επιτοκίων, διαταράσσουν την ομαλότητα στις αγορές ομολόγων και αναγκάζουν τους ειδικούς να προβλέψουν ότι το 4% θα είναι για πολύ καιρό το «πάτωμα» για το ελληνικό 10ετές.
Όλα αυτά σημαίνουν πως ο δρόμος προς μία πραγματική και αυτοδύναμη έξοδο θα είναι γεμάτος αγκάθια και όσο ο κ. Τσίπρας και οι σύντροφοί του αφήνουν να εννοηθεί ότι μετά τον Αύγουστο θα... επανεξετάσουν κάποια μέτρα που έχουν ήδη ψηφίσει, τόσο η ελληνική οικονομία μοιάζει να περπατάει ξυπόλυτη.
Παρ'' όλα αυτά, ο πρωθυπουργός συνεχίζει να διαφημίζει τα επιτεύγματα της κυβέρνησης και υπόσχεται «καθαρή» έξοδο. Αλήθεια, αφού τα πάντα πηγαίνουν κατ'' ευχήν, η οικονομία ανακάμπτει και το τέλος των μνημονίων πλησιάζει, τότε γιατί οι επενδυτές, έστω οι πιο ριψοκίνδυνοι για αρχή, δεν συνωστίζονται να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα; Γιατί σε κάθε μικρή αναταραχή οι αποδόσεις παίρνουν την ανιούσα όπως συνέβη χθες;
Μία μερίδα των επενδυτών εκτιμά ότι τα ελληνικά ομόλογα είναι εξαιρετικά φθηνά σε σύγκριση με άλλους κρατικούς τίτλους της Ευρωζώνης, όπως τα πορτογαλικά ομόλογα των οποίων η τιμή έχει εκτιναχθεί με την απόδοση του 10ετούς να διαμορφώνεται στο 1,685%, 236 μονάδες βάσης χαμηλότερα από το αντίστοιχο ελληνικό.
Άλλοι δεν θέλουν να τα «αγγίξουν», επικαλούμενοι τις αναταράξεις στις διεθνείς αγορές, την αβεβαιότητα ενόψει της λήξης του μνημονίου και το... κακό τους παρελθόν.
Αναμφίβολα οι ελληνικοί τίτλοι είναι ελκυστικοί αφού είναι σχεδόν απίθανο να βρει κανείς τέτοιες αποδόσεις σε ομόλογα χώρας που διαθέτει ένα τόσο σταθερό νόμισμα και συμμετέχει σε νομισματική ένωση.
Ωστόσο, αναλυτές εκτιμούν ότι δεν πρόκειται να δούμε καμία εντυπωσιακή κίνηση υποχώρησης της απόδοσης του 10ετούς κάτω από το 4% και το πιθανότερο είναι να ενισχυθεί κοντά στο 4,5%. Και αυτό γιατί οι προβλέψεις για την ανάπτυξη έχουν αναθεωρηθεί προς τα κάτω, η υπερφορολόγηση «πνίγει» την οικονομία και το χρέος διατηρείται σε δυσθεώρητα επίπεδα.
Φως στο τούνελ αναμένεται να δούμε μόνο αν υπάρξουν σημαντικές εξελίξεις στο Eurogroup στις 24ης Μαΐου και στις 21 Ιουνίου, οι οποίες θα ξεκλειδώνουν νέες αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης. Ακόμη όκμως και να έχουμε αναβαθμίσεις τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο, για να ξεφύγουμε από την κατηγορία «junk» θα πρέπει οι αγορές να δώσουν την... συγκατάθεσή τους.