Το χθεσινό νέο ιστορικό χαμηλό της τουρκικής λίρας, στον απόηχο των δηλώσεων Ερντογάν για την ανάγκη μείωσης των επιτοκίων, είναι πιθανό να ξεκλειδώσει μία αλληλουχία ιδιαίτερα αρνητικών εξελίξεων για την τουρκική οικονομία. Μία οικονομία που παρά την εντυπωσιακή ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 7% στο α’ τρίμηνο του 2021, που είναι η υψηλότερη μεταξύ των χωρών του G20 μετά την Κίνα, βρίσκεται σε διαρκή κρίση τα τελευταία τρία χρόνια.
Η πιο ουσιαστική συνέπεια της εμμονής του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην επίτευξη εντυπωσιακών ρυθμών ανάπτυξης με κάθε κόστος, και της πτώσης της λίρας, αφορά τους Τούρκους πολίτες, οι οποίοι έχουν γίνει φτωχότεροι κατά 17% μέσα στο 2021 και κατά 30% τους τελευταίους 12 μήνες. Η άνοδος της ισοτιμίας με το δολάριο από τις 6,74 λίρες στις 8,74 «γεννά» ένα νέο δυσβάσταχτο χρέος για τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις που έχουν δάνεια σε ξένο νόμισμα αλλά και μεγάλη ακρίβεια για τους καταναλωτές. Εκτιμάται ότι η πτώση της λίρας είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους εισαγωγών κατά 9 δισ. δολάρια τον τελευταίο χρόνο.
Μάλιστα, η Citi προειδοποιεί τον Ερντογάν για αυτά που έρχονται. Η αμερικανική τράπεζα προβλέπει «περαιτέρω απώλειες» για το τουρκικό νόμισμα λόγω του κινδύνου αύξησης του πληθωρισμού και της ραγδαία εξαντλούμενης προσφοράς συναλλάγματος, που οφείλεται εν μέρει στις πιο ακριβές εισαγωγές και στη στρατηγική της κεντρικής τράπεζας να πουλάει δολάρια για να στηρίζει τη λίρα.
Σε έναν κόσμο εξαιρετικά χαμηλού έως μηδενικού πληθωρισμού, οι Τούρκοι βλέπουν κάθε μήνα τη ζωή να ακριβαίνει και το βιοτικό τους επίπεδο να υποβαθμίζεται. Στις φημισμένες ανοιχτές αγορές της χώρας, οι τιμές των τροφίμων έχουν αυξηθεί κατά 17% σε ένα χρόνο και κατά 8,6% σε τέσσερις μήνες. Τα φρούτα και τα λαχανικά σημειώνουν τη μεγαλύτερη αύξηση με τις τιμές να ενισχύονται κατά 12% στο τετράμηνο, ενώ πορτοκάλια, μελιτζάνες και ηλιέλαιο ανατιμήθηκαν σε ποσοστό άνω του 50% τον περασμένο χρόνο.
Όλα αυτά σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, διότι τον περασμένο Σεπτέμβριο η ανεξάρτητη ερευνητική ομάδα ENAG ανέφερε ότι ο πραγματικός πληθωρισμός στην Τουρκία είναι τουλάχιστον 3 φορές υψηλότερος από τις επίσημες μετρήσεις.
Ο Τούρκος πρόεδρος παραμένει αμετακίνητος στις απόψεις του περί πληθωρισμού και νομισματικής πολιτικής. Συνεχίζει να πιστεύει πως αν η Τουρκία μειώσει το βάρος των επιτοκίων στις επενδύσεις, τότε θα επέλθει μείωση του κόστους και κατ’ επέκταση περιορισμός των πληθωριστικών πιέσεων. Οι διεθνείς αναλυτές διαφωνούν. Με τον πληθωρισμό κολλημένο πάνω από το 10% για περισσότερο από τρία χρόνια, καλούν τον Ερντογάν να διατηρήσει ψηλά τα επιτόκια για να μην ξεφύγουν οι τιμές εκτός ελέγχου.
Η διαχείριση της οικονομίας προκαλεί τουλάχιστον σύγχυση στην επενδυτική κοινότητα και κανείς πλέον δεν μπορεί να πάρει στα σοβαρά τα όσα συμβαίνουν. Το πρωί της Τετάρτης ο Ερντογάν δήλωνε ότι είναι επιτακτική ανάγκη να μειωθούν τα επιτόκια, αρχής γενομένης από τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, ωστόσο, ο Σαχάπ Καβτζίογλου είχε προγραμματίσει τηλεδιάσκεψη με επενδυτές, στην οποία προσπάθησε να τους καθησυχάσει λέγοντας ότι «οι προσδοκίες για πρόωρη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, είναι αδικαιολόγητες» και δεν υπάρχει λόγος να υφίστανται.
Ενώ λοιπόν ο Τούρκος πρόεδρος και ο κεντρικός τραπεζίτης «παίζουν» με τις αγορές και τους επενδυτές, η Τουρκία παραμένει εγκλωβισμένη σε παγίδα υπερπληθωρισμού. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τα οποία πολλοί αμφισβητούν, ο πληθωρισμός «έτρεξε» με 17,1% τον Απρίλιο, ενώ ορισμένοι ανεξάρτητοι οργανισμοί εκτιμούν ότι ο πραγματικός πληθωρισμός ξεπερνά κατά πολύ το 30%. Ακόμη όμως και με την επίσημη μέτρηση, η Τουρκία εμφανίζει τον υψηλότερο πληθωρισμό μεταξύ των αναδυόμενων οικονομιών, μετά την πολύπαθη και μόνιμα σε κρίση Αργεντινή.
Ο φαύλος της τουρκικής οικονομίας έχει ως εξής: ο Ερντογάν πόνταρε στο εύκολο χρήμα για να πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μετά την έξοδο από τα μνημόνια του ΔΝΤ. Έφτασε έτσι το ΑΕΠ της Τουρκίας να τρέχει με 11% το 2011, με 8,5% το 2013 και 7,5% το 2017. Από το 2005 έως και τις αρχές του 2017 ο πληθωρισμός στην Τουρκία κυμαινόταν μεταξύ 6%-9%, όμως στη συνέχεια ξέφυγε πάνω από το επίπεδο του 10%, με αποκορύφωμα την κρίση του καλοκαιριού του 2018 όταν έφτασε στο 25%. Την τελευταία φορά που η Τουρκία εγκλωβίστηκε σε παγίδα υπερπληθωρισμού ήταν τη δεκαετία του 1990 και κατέληξε να ζητάει βοήθεια από το ΔΝΤ το 2003.