Του Βασίλη Γεώργα
Στο τέλος της εβδομάδας είναι πολύ πιθανόν να ξέρουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τον τρόπο που οι ευρωπαίοι δανειστές και το ΔΝΤ σκοπεύουν να ρυθμίσουν κάποια στιγμή στο μέλλον το ελληνικό χρέος.
Η κυβέρνηση ποντάρει πολλά στη Σύνοδο του ΔΝΤ, εκτιμώντας ότι θα μπορεί στη συνέχεια να περιφέρει ως τρόπαιο μια αόριστη πολιτική απόφαση για τα «μεσοπρόθεσμα» μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που πιθανόν θα ανοίξουν το δρόμο στην ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση. Το θέμα είναι πως την ίδια πολιτική νίκη θέλουν να πετύχουν ο καθένας από την πλευρά του, το Βερολίνο που βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, και το ΔΝΤ που πρέπει να καλυφθεί με ισχυρές εγγυήσεις έναντι μιας απόφασης συμμετοχής του στο ελληνικό πρόγραμμα.
Δεν γνωρίζουμε αν σε ένα μήνα από σήμερα πράγματι ο Αλέξης Τσίπρας θα φορέσει γραβάτα, όπως έχει υποσχεθεί το 2015, αλλά αν το κάνει θα είναι πιθανόν για τους λάθος λόγους. Θα έχει υπογράψει περαιτέρω μείωση των συντάξεων και των μισθών (αφορολόγητο) κατά 3,6 δισ. ευρώ διατηρώντας ένα ασήκωτο δημοσιονομικό μείγμα αυστηρά προσανατολισμένο στη λιτότητα, θα έχει αποδεχτεί πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% πιθανόν για μια πενταετία ακόμη, θα έχει παγώσει την ανάκαμψη της οικονομίας, θα έχει αποδεχτεί όλα όσα ζητήθηκαν από το Βερολίνο και το ΔΝΤ προκειμένου να διασφαλίσει την συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα (Υπερταμείο 99 ετών, διατήρηση της επιτροπείας κλπ), αλλά ουσιαστική λύση χρέος δεν θα έχει επιτύχει.
Με την αναθεώρηση των προβλέψεών του για την ελληνική οικονομία εξαιτίας της ύφεσης των τελευταίων μηνών, το ΔΝΤ έστειλε χθες το μήνυμα ότι αν σε αυτή τη χώρα δεν φροντίσουμε περισσότερο την ανάπτυξη και τις μεταρρυθμίσεις αντί να ζητάμε ρύθμιση στο χρέος κάθε φορά που τα πράγματα πάνε χειρότερα, τα σημερινά μας προβλήματα θα μοιάζουν με παιδική χαρά σε λίγα χρόνια. Σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ η Ελλάδα εμφανίζεται να βρίσκεται πλέον σε χειρότερη θέση από ό,τι ήταν μερικούς μήνες πριν σε προοπτικές ανάπτυξης, και εκ των πραγμάτων θα προσέλθει αποδυναμωμένη στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης για να συζητήσει τις «λεπτομέρειες» για το χρέος.
Από τη στιγμή που η «βιωσιμότητά» εξυπηρέτησης των δανείων μας βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τις δυνατότητες της οικονομίας να αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς και να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα, κάθε λύση που συζητείται υπό επιδεινούμενες συνθήκες δεν μπορεί να είναι καλύτερη.
Το ΔΝΤ δικαιώνει τον εαυτό του όταν λέει ότι θα είναι δύσκολο έως ανέφικτο για την Ελλάδα στην κατάσταση που βρίσκεται να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για πάνω από 3-5 χρόνια, αλλά ταυτόχρονα δικαιώνει και τον Σόιμπλε ο οποίος ισχυρίζεται ότι οι παρεμβάσεις ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους θα πρέπει να αποφασιστούν λεπτομερώς αφότου λήξει το τρίτο μνημόνιο και υπάρχουν μετρήσιμα αποτελέσματα.
Ούτως ή άλλως οι πιστωτές της χώρας έχουν ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι «λύση στο χρέος» όπως μπορεί να την φανταζόμαστε, δεν πρόκειται να υπάρξει. Όχι μόνο έτσι όπως την επεδίωκε προ διετίας ο ΣΥΡΙΖΑ όταν μιλούσε για επονείδιστο χρέος και διαγραφή δανείων, αλλά και «λύση» τέτοια που να δίνει τη δυνατότητα στη σημερινή κυβέρνηση να υποστηρίξει ότι αντιμετώπισε το πρόβλημα στη ρίζα του.
Το χρέος είναι ένα πολύπλοκο πολιτικό και οικονομικό πρόβλημα το οποίο για τα επόμενα χρόνια θα αντιμετωπίζεται με τεχνικές λύσεις, σταδιακά και στη βάση συγκεκριμένων δεσμεύσεων που θα πρέπει να επιτυγχάνει η Ελλάδα.
Στη φάση αυτή, αν οι διαπραγματεύσεις δεν χαλάσουν κάπου στην πορεία, θα πρέπει να αναμένουμε μια περαιτέρω «παραμετροποίηση» αυτών των τεχνικών λύσεων που θα συνδυάζονται με την παροχή ισχυρών εγγυήσεων για τα παλαιά δάνεια που η Ελλάδα οφείλει ακόμη στο ΔΝΤ (περί τα 13 δισ. ευρώ) και τις επιπλέον χρηματοδοτήσεις που θα εκταμιεύσει (περίπου 3-4 δισ. ευρώ). Οι εγγυήσεις αυτές αναμένεται ότι θα συνδέονται με τα δάνεια του ESM που περίσσεψαν από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (20 δισ. ευρώ) και με τη χρήση των τόκων και των κεφαλαιακών κερδών από τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που κατέχουν η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης (SMP και ANFA).
Όλες οι πλευρές έχουν ετοιμάσει μια σειρά από εναλλακτικές φόρμουλες για τον τρόπο που θα μπορούσε να καταστεί «βιώσιμη» η εξυπηρέτηση του χρέους μακροπρόθεσμα. Κύριος άξονας είναι πάντα η επιμήκυνση της μέσης διάρκειας του χρόνου αποπληρωμής του χρέους (σ.σ ήδη με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα η μέση διάρκεια αυξήθηκε στα 32,5 χρόνια και ) και η συγκράτηση των επιτοκίων που βαραίνουν το συνολικό χρέος σε χαμηλά επίπεδα ή ακόμη και το πάγωμα τους για αρκετά χρόνια. Το πόσα χρόνια θα διαρκέσει το μορατόριουμ καταβολής τόκων και ποια και πόσα από τα δάνεια της Ελλάδας θα αφορά, παραμένει ένα μεγάλο ερώτημα το οποίο πιθανόν δεν θα μπορέσει να απαντηθεί εξ ολοκλήρου σε αυτή τη φάση.