Τόσα χρόνια και συγκεκριμένα από το 2011 οπότε και «τρέχει» το πρόγραμμα Εξοικονομώ, ποτέ δεν είχε συγκεντρώσει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον όσο σήμερα. Χρειάστηκε να εισβάλει ο Πούτιν στην Ουκρανία, το κόστος του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας να εκτοξευθεί στη στρατόσφαιρα, να προσλάβει πρωτοφανείς διαστάσεις η ενεργειακή κρίση, προκειμένου οι καταναλωτές να ανακαλύψουν ότι η ενεργειακή εξοικονόμηση έχει απτά οφέλη για την τσέπη τους.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Το «Εξοικονομώ 2021», ο έκτος κατά σειρά κύκλος από το 2011, εμφάνισε νέο ρεκόρ, καθώς δέχτηκε 87.578 αιτήσεις από τις οποίες οι 40.145 κατατάχθηκαν ως επιλέξιμες και οι 47.433 ως επιλαχούσες. Σημειώστε ότι οι δικαιούχοι στο αντίστοιχο πρόγραμμα του 2020 ανέρχονταν σε 36.364.
Η συμμετοχή αυτή ρεκόρ έχει προφανής εξήγηση. Σχετίζεται με το γεγονός ότι ένα από τα βασικά κριτήρια για να εγκριθεί η ένταξη ενός διαμερίσματος στο πρόγραμμα αφορά το πόσο μεγάλη ενεργειακή αναβάθμιση επιτυγχάνεται με την πρόταση παρεμβάσεων που αιτείται ο ιδιοκτήτης. Αυτές λοιπόν, οι παρεμβάσεις περιλαμβάνουν την τοποθέτηση κουφωμάτων/συστημάτων σκίασης/αερισμού, την τοποθέτηση ή αναβάθμιση θερμομόνωσης, την εγκατάσταση νέου ή αναβάθμιση συστήματος θέρμανσης/ψύξης, την τοποθέτηση συστήματος ζεστού νερού χρήσης με χρήση ΑΠΕ και την εγκατάσταση συσκευών διαχείρισης ενέργειας (smart home). Δηλαδή παρεμβάσεις μέσω των οποίων τα τα νοικοκυριά μπορούν βάσιμα να ελπίζουν ότι θα δουν λογαριασμούς εάν όχι στα επίπεδα πριν ξεσπάσει η ενεργειακή κρίση, πολύ χαμηλότερους σε σχέση με τους σημερινούς.
Δεν πρόκειται για υπερβολή, εάν ληφθεί υπόψη ότι κατοικίες που πριν τις παρεμβάσεις εντάσσονταν στην (χαμηλότερη) κατηγορία ενεργειακής απόδοσης Η και μετά αναβαθμίστηκαν στην υψηλότερη (Α+), είδαν τη κατανάλωση ενέργειας να εριορίζεται από 87% έως και 95%. Επίσης, όσα διαμερίσματα από την κατηγορία Δ αναβαθμίζονται στην κατηγορία Β, εξασφαλίζουν μείωση της κατανάλωσης της τάξης του 50%. Αυτά μπορεί να τα πετύχει ένα ενοικιαστής ή ιδιοκτήτης ακινήτου λαμβάνοντας επιχορήγηση από 40% εάν έχει ατομικό εισόδημα από 30.000 έως 50.000 ευρώ μέχρι 75% για εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ. Και για προϋπολογισμό εργασιών μέχρι 25.000 ευρώ.
Πολλαπλά οφέλη
Εκτός από την εξοικονόμηση δαπανών για ενέργεια, η αναβάθμιση ενός σπιτιού συμβάλλει καθοριστικά στην ενίσχυση της αξίας του. Και αποτελεί, ιδίως σε μία εποχή όπου το υψηλό ενεργειακό κόστος ήρθε για να μείνει, την πιο σύντομη οδό για την αύξηση του ενοικίου ή της τιμής πώλησης, όπως και για την προσέλκυση ενοικιαστών ή αγοραστών υψηλότερης εισοδηματικής κατηγορίας, αντίστοιχα. Έχει δε εκτιμηθεί πως ένα ακίνητο για κάθε δέκα χρόνια που περνούν, χάνει άνω του 10% της αξίας του.
Όλα αυτά όταν το μεγαλύτερο τμήμα του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος στην Ελλάδα είναι γερασμένο, με τα περισσότερα ακίνητα στο κέντρο της Αθήνας να έχουν ξεκινήσει να κατασκευάζονται σταδιακά από το 1950 και από τις μετέπειτα δεκαετίες στα προάστια οπότε κορυφώθηκε το σύστημα της αντιπαροχής. Υπολογίζεται ακόμη ότι από το 1950 έως το 1980 κατασκευάστηκαν στην Αθήνα 35.000 πολυκατοικίες τουλάχιστον πέντε επιπέδων, την ώρα που πριν από το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ο συνολικός αριθμός τους δεν ξεπερνούσε τις 1.000.
Το απόθεμα δηλαδή, των παλαιών ακινήτων- από τα οποία πολλά βρίσκονται σε κομβικές τοποθεσίες, έχοντας ευνοηθεί, μεταγενέστερα, από την μεταγενέστερη επέκταση του δικτύου μετρό ή από αστικές αναπλάσεις- είναι πολύ μεγάλο με αποτέλεσμα να είναι μονόδρομος η ενεργειακή του αναβάθμιση. Η επιδοτούμενη, μέσω των προγραμμάτων «Εξοικονομώ», ανακαίνιση των κατοικιών, έρχεται και σε μία συγκυρία κατά την οποία η στροφή στα μεταχειρισμένα και παλαιότερα ακίνητα τείνει να αποτελέσει βασική επιλογή για την επίλυση του στεγαστικού προβλήματος των νοικοκυριών.
Η στροφή στα παλαιά ακίνητα
Ο λόγος; Η αύξηση του κόστους πρώτων υλών που ξεκίνησε από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 κι εκτοξεύθηκε φέτος, έχοντας ενισχύσει τις ζητούμενες τιμές στα νεόδμητα σπίτια. Είναι ενδεικτικό ότι το ελάχιστο κόστος κατασκευής ανά τ.μ. ενός σπιτιού τοποθετείται, πλέον, στα 1.400-1.500 ευρώ, όταν πριν από περίπου ενάμιση-δύο χρόνια δεν ξεπερνούσε τα 1.000 ευρώ. Αντίθετα, αυτή τη στιγμή, διαμερίσματα στο κέντρο της Αθήνας ή άλλα μεγάλα αστικά κέντρα με έτος κατασκευής το 1970, που αντιπροσωπεύουν και μία από τις πιο «εμπορεύσιμες» κατηγορίες ακινήτων και βγαίνουν στην αγορά, ύστερα από ανακαίνιση, διαθέτουν ζητούμενες τιμές που ξεκινούν από 1.600 ευρώ ανά τ.μ. Για αντίστοιχα νεόδμητα διαμερίσματα οι τιμές ξεκινούν από 2.700 έως 3.000 ευρώ.
Όλα αυτά με δεδομένο ότι οι τιμές των οικιστικών ακινήτων έχουν αυξηθεί την τελευταία τριετία κατά 20% σωρευτικά, με την αύξηση να είναι εντονότερη για τα νέα διαμερίσματα, έως 5 ετών (21,5%), έναντι των παλαιών (19,2%).
Εκτός όμως, του ότι τα παλαιά ακίνητα καθίστανται ξανά πιο ανταγωνιστικά, όσοι έχουν ολοκληρώσει την ανακαίνιση του ακινήτου τους, κάνοντας χρήση των προγραμμάτων «Εξοικονομώ» ή των προβλεπόμενων φορολογικών κινήτρων, θα είναι σε θέση να προσβλέπουν σε υπεραξίες από την ενδεχόμενη πώληση ή έστω ενοικίασή του. Πολύ απλά επειδή, το πραγματικό κόστος που θα έχουν πληρώσει για την ανακαίνιση θα είναι μικρότερο, σε σχέση με όσα θα πλήρωναν εάν υλοποιούσαν αυτόνομα τις εργασίες ανακαίνισης. Η μικρότερη δηλαδή, βάση κόστους των εργασιών ενεργειακής αναβάθμισης και ανακαίνισης, ενθαρρύνει και τις επενδύσεις σε κατοικίες, γραφεία ή καταστήματα που βρίσκονται σε κακή κατάσταση.