Αύριο 24 Μαρτίου συμπληρώνεται ένας μήνας από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και οι πρώτες εκτιμήσεις για τις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου είναι τουλάχιστον αποθαρρυντικές. Μέσα σε μόλις τέσσερις εβδομάδες οι προβλέψεις για την ανάπτυξη υποβαθμίζονται κατά περίπου 2 ποσοστιαίες μονάδες και αυτό στο βασικό σενάριο, χωρίς δηλαδή να αξιολογείται πιθανή περαιτέρω κλιμάκωση του πολέμου και των κυρώσεων κατά της Ρωσίας.
Η πρώτη ανάγνωση των Ελλήνων τραπεζιτών για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία είναι ότι η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα θα δεχθεί ισχυρό πλήγμα φέτος εξαιτίας της εκρηκτικής ανόδου των τιμών και των σοβαρών επιπτώσεων του πολέμου. Ωστόσο σε δεύτερο χρόνο, το ΑΕΠ θα καταφέρει να καλύψει το χαμένος έδαφος με αποτέλεσμα στην τριετία 2022-2024 να εμφανίσει την ίδια ανάπτυξη που προβλεπόταν και πριν την ρωσική εισβολή.
Βέβαια, όλα αυτά μπορεί να αλλάξουν όσο παρατηρείται ακραία αβεβαιότητα στις παγκόσμιες εξελίξεις. Αυτό είναι το βασικό μήνυμα που θα πρέπει να έχουμε κατά νου. Όλα είναι ρευστά και τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο.
Χαρακτηριστική ήταν η τοποθέτηση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο Γιάννης Στουρνάρα αναφέρθηκε στον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού εξαιτίας της τέλειας καταιγίδας που αντιμετωπίζει ο ευρωπαϊκός και παγκόσμιος χρηματοπιστωτικός κλάδος.
Σύμφωνα με τους διευθύνοντες συμβούλους των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, το ελληνικό ΑΕΠ θα αναπτυχθεί κατά περίπου 3% το 2022, όταν πριν τη ρωσική εισβολή η βασική πρόβλεψη ήταν για ανάπτυξη ακόμη και 5,5% που εν συνεχεία (αλλά και πάλι πριν τον πόλεμο) υποβαθμίστηκε ελαφρώς εξαιτίας της εκτίναξης του πληθωρισμού κοντά στο 4,5%. Μιλάμε για οικονομική «ζημιά» της τάξης των 3,5 δισ. ευρώ από τη στιγμή που το ΑΕΠ ανήλθε στα 181 δισ. ευρώ το 2021. Πρόκειται για χρήματα που θα λείψουν από την αγορά και πηγαίνουν αρκετά πίσω τον οικονομικό σχεδιασμό τόσο της κυβέρνησης όσο και του επιχειρηματικού κόσμου.
Ήδη το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης τρέχει διάφορα σενάρια για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας, αν και τηρείται στάση αναμονής έως ότου ξεκαθαρίσει κάπως το τοπίο με την κατάσταση στην Ουκρανία. Ένα ζητούμενο είναι ο δημοσιονομικός χώρος που θα χρειαστεί να «θυσιαστεί» για να στηριχθούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ένα άλλο ζητούμενο είναι η φετινή επίδοση του τουρισμού και ένα τρίτο ο βαθμός στον οποίο θα επηρεαστούν οι επενδύσεις εξαιτίας του πολέμου.
Το σημαντικό σύμφωνα με τις τράπεζες είναι να αξιοποιηθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και σε συνδυασμό με τη δυναμική που έχει ήδη αναπτύξει η ελληνική οικονομία και τις ισχυρές βάσεις που έχει θέσει, να απορροφήσει τους κραδασμούς από προκλήσεις όπως ο υπερβολικά υψηλός πληθωρισμός, τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες και οι επιπτώσεις του πολέμου.
Κατά τα λοιπά, τα μηνύματα των τραπεζιτών ήταν σχετικά αισιόδοξα. Και αυτό γιατί ανέφεραν ότι δεν διαφαίνεται πρόβλημα με νέα αύξηση των κόκκινων δανείων εξαιτίας των νέων δεδομένων που δημιουργεί ο πόλεμος. Μάλιστα, Eurobank και Εθνική Τράπεζα έχουν ήδη καταφέρει να μειώσουν σε μονοψήφιο ποσοστό τα κόκκινα δάνεια, η Alpha Bank εκτιμά ότι θα πετύχει μονοψήφιο ποσοστό μέσα στο α’ εξάμηνο και η Τρ. Πειραιώς έως το τέλος του έτους. Έτσι, ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος θα έχει αντιμετωπίσει επιτυχώς ένα τεράστιο πρόβλημα και θα ανοίξει διάπλατα ο δρόμος για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού δημοσίου στην «επενδυτική βαθμίδα».
Η εξέλιξη αυτή θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμη γιατί θα ξεκλειδώσει σημαντικές επενδύσεις μακροπρόθεσμων επενδυτών και θα βοηθήσει τα μέγιστα έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να αντιμετωπίσει το μεγαλύτερό της πρόβλημα που δεν είναι άλλο από το επενδυτικό κενό. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα εμφανίζει επενδύσεις παγίου κεφαλαίου κοντά στο 10% του ΑΕΠ, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος διαμορφώνεται στο 19%. Πρώτος στόχος είναι η αύξηση των επενδύσεων στο 16% και σε δεύτερο χρόνο στο 19%.