Μετά την ακύρωση του μεγάλου συμβολαίου για τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών του Αμερικανικού Υπουργείου Αμύνης για το οποίο κονταροχτυπήθηκαν η Amazon και η Microsoft, ξεκινάει η διαδικασία ανάθεσης της (πολύ καθυστερημένης) μετάβασης του Πενταγώνου στην εποχή του cloud computing. Αυτή την φορά ο αγώνας θα κριθεί μεταξύ των δύο προηγούμενων, της Google και της Oracle. Πέρα από το επιχειρηματικό ενδιαφέρον, εντύπωση προκαλεί το πόσο πίσω βρίσκεται η τεχνολογική οργάνωση των αμυντικών υπηρεσιών της ισχυρότερης χώρας του κόσμου.
Στις 6 του Ιουλίου που μας πέρασε, το Υπουργείο Αμύνης των Ηνωμένων Πολιτειών, το Πεντάγωνο όπως συνήθως αποκαλείται, ανακοίνωσε την οριστική διακοπή του διαγωνισμού για την ανάθεση ενός συμβολαίου ύψους δέκα δισεκατομμυρίων δολαρίων με αντικείμενο τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών του και την μετάβαση στην τεχνολογία του cloud, την οποία έχουν ασπασθεί εδώ και πολλά χρόνια οι μεγαλύτερες παγκόσμιες επιχειρήσεις αλλά και πάρα πολλοί από εμάς. Το συμβόλαιο που τελικά δεν θα ανατεθεί είχε το ενδιαφέρον (για τους φανατικούς του Πολέμου των Άστρων) ακρωνύμιο JEDI (Joint Enterprise Defense Infrastructure). Ο διαγωνισμός για το JEDI Cloud είχε ξεκινήσει το 2017 και πέρασε, όπως συχνά λέμε, από σαράντα κύματα.
Το μεγάλο φαβορί ήταν η γνωστή μας Amazon (AMZN NASDAQ), και συγκεκριμένα η Amazon Web Services (AWS), το πιο αναπτυσσόμενο και κερδοφόρο κομμάτι της εταιρείας. Η AWS είναι η μεγαλύτερη παγκόσμια δύναμη στην παροχή υπηρεσιών cloud σε κάθε είδους πελάτες. Λίγο πριν την ανάθεση, οι διαδικασίες σταμάτησαν λόγω δικαστικής προσφυγής της Oracle (ORCL NASDAQ) και τελικά νικήτρια αναδείχθηκε η Microsoft (MSFT NASDAQ). Οι κακές γλώσσες υποστήριξαν τότε πως είχε βάλει το χεράκι του ο πρόεδρος Τραμπ που δεν αγαπούσε καθόλου την Amazon, καθώς ο ιδρυτής και βασικός της μέτοχος Τζεφ Μπέζος είναι και ιδιοκτήτης της εφημερίδας Washington Post που δεν ήταν και πολύ φιλική προς τον πρώην πρόεδρο.
Η Amazon δεν κάθησε με σταυρωμένα χέρια, προσέφυγε και αυτή στα δικαστήρια, καθυστερώντας ακόμα περισσότερο την διαδικασία. Τελικά, μετά και την εκλογή του Τζο Μπάιντεν, το Πεντάγωνο αποφάσισε να αρχίσει την διαδικασία από την αρχή και ακύρωσε τον διαγωνισμό JEDI.
Ο νέος διαγωνισμός, για την ακρίβεια η νέα διαδικασία, ανακοινώθηκε πριν μερικές μέρες, στις 19 Νοεμβρίου. Το όνομα του προγράμματος έχει αλλάξει και είναι πλέον JWCC (Joint Warfighting Cloud Capability), ενώ αλλαγμένη είναι και η μορφή του σε σχέση με το ακυρωθέν. Το Πεντάγωνο ανακοίνωσε πως έχει επιλέξει τέσσερις εταιρείες παροχής υπηρεσιών cloud, από τις πέντε που κρίνει πως μπορούν να παράσχουν αυτές τις υπηρεσίες. Οι επιλεγείσες είναι η Amazon, η Microsoft, η Oracle και η Google (GOOGL NASDAQ). Η πέμπτη, που τελικά έμεινε έξω από τις ανακοινώσεις του Πενταγώνου είναι η IBM (IBM NYSE) η οποία δεν σχολίασε το γεγονός, αλλά δήλωσε πως θα συνεχίσει να συνεργάζεται με το υπουργείο.
Πέρα από τον αποκλεισμό της IBM, εντύπωση έκανε η «αλλαγή πλεύσης» του υπουργείου, αφού τον Ιούλιο είχε δηλώσει πως μόνο η Amazon και η Microsoft πληρούν τις απαραίτητες προδιαγραφές για την παροχή των υπηρεσιών που χρειάζονται τα διάφορα τμήματα του υπουργείου. Ενδιαφέρον είναι επίσης το γεγονός πως οι τέσσερις επιλεγείσες εταιρείες είναι οι ίδιες που είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον για το πρόγραμμα JEDI το 2017, με την Google να μην συμμετέχει τελικά λόγω των έντονων αντιδράσεων μεγάλου μέρους των εργαζομένων σε αυτήν. Οι εργαζόμενοι δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με την ιδέα πως η εργοδότης τους θα συνεργαζόταν με τον στρατό των ΗΠΑ, επισημαίνοντας την ιδρυτική διακήρυξη της εταιρείας που περιείχε τη φράση «don’t be evil».
Τέσσερα χρόνια μετά βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο, με τους ίδιους ανταγωνιστές. Στην πραγματικότητα το σημείο δεν είναι το ίδιο, αφού τα χρόνια έχουν περάσει και οι ανάγκες του Πενταγώνου έχουν αυξηθεί. Η χρηματική αξία του προγράμματος δεν έχει γίνει γνωστή, είναι όμως πολύ πιθανόν να είναι πολλαπλάσια της αξίας του JEDI (10 δις δολάρια). Αυτό φαίνεται και από την απόφαση του υπουργείου να αρχίσει τις διαπραγματεύσεις με τις τέσσερις επιχειρήσεις, δηλώνοντας πως σίγουρα θα προχωρήσει σε συμφωνία συνεργασίας με την Amazon και τη Microsoft και μάλλον και με τις άλλες δύο. Κατά πάσα πιθανότητα, υπάρχει αρκετή δουλειά για όλους. Ο προϋπολογισμός για τις τεχνολογικές ανάγκες του υπουργείου ήταν για το 2021 περίπου 37 δισεκατομμύρια δολάρια, και για το 2022 θα είναι μάλλον μεγαλύτερος.
Με δεδομένο το πόσο πίσω έχει μείνει το Πεντάγωνο από πλευράς τεχνολογικών υποδομών και το πόσο περισσότερο ενταγμένες είναι οι υπηρεσίες cloud στην καθημερινή λειτουργία όλων των επιχειρήσεων αλλά και των δημοσίων υπηρεσιών σε κάθε χώρα, δεν αποκλείεται τα 10 δισεκατομμύρια του JEDI να είναι ψίχουλα μπροστά στην τελική αξία του JWCC.
Είναι βέβαιο λοιπόν πως η μάχη για την απόκτηση του μεγαλύτερου δυνατού μεριδίου του προγράμματος JWCC θα είναι πολύ δυνατή και μπορεί και αυτή να περάσει τελικά μέσα από δικαστήρια ή ενστάσεις διαφόρων ειδών. Θεωρητικά, στο δεύτερο μισό του 2022 θα έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες ανάθεσης των διαφόρων κομματιών στις «νικήτριες» εταιρείες, αλλά λίγοι πιστεύουν πως τα πράγματα θα εξελιχθούν τόσο ομαλά. Η σημασία της «νίκης» για τις τέσσερις ανταγωνίστριες είναι πολύ μεγαλύτερη από τα χρηματικά έσοδα που θα φέρει μία πρώτη ανάθεση, αφού οι υπηρεσίες cloud συνεπάγονται συνήθως και συμβόλαια μεγάλης χρονικής διάρκειας για τη διαχείριση, τη συντήρηση και τον συνεχή εκσυγχρονισμό των συστημάτων και των υπηρεσιών.
Μία ανάθεση τώρα μπορεί να φέρει σίγουρα ετήσια έσοδα για πολλά χρόνια ακόμα, και τον πρώτο λόγο στην περαιτέρω τεχνολογική αναβάθμιση του υπουργείου, όπως για παράδειγμα στις μεγάλες επενδύσεις που αναμένεται να ξεκινήσουν για την αναβάθμιση των υπηρεσιών κυβερνοασφάλειας (cybersecurity) των υπηρεσιών του Πενταγώνου (μόνο για το 2022 προβλέπεται να διατεθούν περίπου 10 δισεκατομμύρια δολάρια).
Θα περάσουν αρκετοί μήνες, ίσως και χρόνια, μέχρι να μάθουμε τι μερίδιο του JWCC θα καταφέρει να πάρει κάθε μία από τις τέσσερις τεράστιες εταιρείες. Αυτό που ξέρουμε πάντως, και δεν μας κάνει να νοιώθουμε και πολύ ασφαλείς, είναι πως το υπουργείο άμυνας της μεγαλύτερης χώρας του κόσμου, στην καλή λειτουργία του οποίου βασίζουμε (τουλάχιστον μέσα μας) τις ελπίδες μας για σχετικά ομαλή εξέλιξη των γεωπολιτικών ανταγωνισμών και την αποφυγή εμφάνισης ανεξέλεγκτων καταστάσεων, δουλεύει σε μεγάλο βαθμό βασιζόμενο σε τεχνολογία που σε πολλές μεγάλες επιχειρήσεις βρίσκεται ήδη στο «μουσείο». Και για να πάμε και λίγο παραπέρα, ποια είναι άραγε η κατάσταση στις αντίστοιχες υπηρεσίες των άλλων μεγάλων κρατών;
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.