Οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας έχουν επιδεινωθεί σημαντικά από τον Ιανουάριο, όταν το το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προέβλεπε ότι η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας θα ενισχυόταν στο δεύτερο φετινό τρίμηνο μετά την βραχυπρόθεσμη επίπτωση της μετάλλαξης Όμικρον. Σε νέα του έκθεση την Τρίτη επισημαίνει οτι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, με την ανθρωπιστική τραγωδία που προκάλεσε και τις κυρώσεις της Δύσης, η νέα κρίση χτύπησε την παγκόσμια οικονομία σε χρονική στιγμή που δεν είχε πλήρως ανακάμψει από την πανδημία COVID-19 και με σημαντική διαφοροποίηση στην ανάκαμψη των ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών.
Οι ευρείες και επίμονες πληθωριστικές πιέσεις οδήγησαν τις κεντρικές τράπεζες σε στροφή προς σφιχτότερη νομισματική πολιτική σε πολλές χώρες με το νέο lockdown στην Κίνα να δημιουργεί διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα επίσης. «Πέρα από τις άμεσες ανθρωπιστικές επιπτώσεις, ο πόλεμος θα επιβραδύνει σημαντικά την παγκόσμια ανάκαμψη και την ανάπτυξη και θα ενισχύσει περαιτέρω τον πληθωρισμό» αναφέρει η έκθεση.
Η πρόβλεψη της έκθεσης για τον παγκόσμιο ρυθμό ανάπτυξης είναι στο 3,6% φέτος και το 2023, χαμηλότερος κατά 0,8 και 0,2 ποσοστιαίες μονάδες από τις εκτιμήσεις του Ιανουαρίου. Η αναθεώρηση αυτή χαμηλότερα οφείλεται στις άμεσες επιπτώσεις του πολέμου στη Ρωσία και την Ουκρανία και στα απόνερα της σύρραξης στον υπόλοιπο κόσμο.
Οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου διαχέονται ευρύτατα σαν σεισμικά κύματα από το επίκεντρο ενός μεγάλου σεισμού, κυρίως μέσω της αγοράς εμπορευμάτων, του εμπορίου και των χρηματοοικονομικών διασυνδέσεων. Η Ρωσία είναι μεγάλος προμηθευτής πετρελαίου, φυσικού αερίου, μετάλλων και μαζί με την Ουκρανία σιτηρών και η αναμενόμενη πτώση της προσφοράς αυτών των εμπορευμάτων θα οδηγήσει σε μεγάλη άνοδο των τιμών τους. Η Ευρώπη, η Μέση Ανατολή, η Βόρειος Αφρική είναι οι περιοχές που θα πληγούν περισσότερο.
Η άνοδος των τιμών στα τρόφιμα και τα καύσιμα θα πλήξουν τα νοικοκυριά των χαμηλότερων εισοδημάτων παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων και αυτών στις ΗΠΑ και την Ασία. Ο πληθωρισμός σε πολλές χώρες έχει αναδειχθεί σε κύρια ανησυχία. Στις αναπτυγμένες οικονομίες, τις ΗΠΑ και αριθμό ευρωπαϊκών χωρών έχει εκτοξευτεί σε υψηλό 40ετίας.
Υπάρχει αυξανόμενος κίνδυνος, αν οι πληθωριστικές προσδοκίες απαγκιστρωθούν, να οδηγηθεί η κατάσταση σε πιο επιθετικό σφίξιμο της νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες ενώ στις αναδυόμενες οικονομίες οι αυξήσεις των τιμών στα τρόφιμα και τα καύσιμα μπορεί να πυροδοτήσουν κοινωνική αναταραχή.
Για το 2022 ο πληθωρισμός εκτιμάται τι θα παραμείνει υψηλός για μεγαλύτερο διάστημα από ότι πριν με οδηγό το κόστος των εμπορευμάτων και τις ευρείες πληθωριστικές πιέσεις. Η νέα εκτίμηση είναι 5,7% στις αναπτυγμένες οικονομίες και 8,7% στις αναδυόμενες, 1,8 και 2,8 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος από τις προηγούμενες προβλέψεις τον Ιανουάριο.
Από δημοσιονομικής πλευράς, ο διαθέσιμος χώρος είχε ήδη περιοριστεί σε πολλές χώρες από τις αναγκαίες δαπάνες για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας. Τα επίπεδα δημοσίου χρέους έχουν αυξηθεί σημαντικά και προβλεπόταν ότι οι έκτακτες δημοσιονομικές δαπάνες θα αποσύρονταν το 2022-23. Όμως ο πόλεμος και η άνοδος των επιτοκίων παγκοσμίως θα περιορίσουν περαιτέρω το δημοσιονομικό χώρο σε πολλές χώρες, ιδιαίτερα σε αυτές που εισάγουν πετρέλαιο και τρόφιμα.
Η μόχλευση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας αυξήθηκε σε πολλές χώρες καθώς οι κυβερνήσεις διατήρησαν την πρόσβαση σε πιστώσεις. Αυτό ενδεχομένως να δημιουργήσει πιστωτικούς κινδύνους μελλοντικά καθώς τα επιτόκια και τα πριμ ρίσκου θα ανεβαίνουν, με οτι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αναφέρει η έκθεση.
«Μέσα σε μερικές εβδομάδες η παγκόσμια οικονομία δέχτηκε ένα μεγάλο σοκ καθώς η ανάκαμψη από την καθίζηση που προκάλεσε η πανδημία ήταν ορατή. Ο πόλεμος φέρνει πάλι στο προσκήνιο τη ρεαλιστική προοπτική ότι μεγάλο μέρος των ανακτηθέντων κερδών μετά την πανδημία θα απωλεσθούν» καταλήγει η έκθεση.