Με τον πόλεμο στην Ουκρανία ο κόσμος αλλάζει δραματικά και οι μεγαλύτερες οικονομίες δεν θα μπορούσαν να μείνουν αλώβητες. Πριν λίγες εβδομάδες, οι οικονομικές προοπτικές ήταν πάρα πολύ καλές και η οικονομία της Ευρωζώνης έδειχνε να ανακάμπτει με ισχυρό ρυθμό. Μέσα σε ένα μήνα άλλαξαν όλα και ο στασιμοπληθωρισμός εξελίσσεται στο πιο πιθανό σενάριο.
Οι τιμές της ενέργειας και των εμπορευμάτων έχουν εκτιναχθεί, νέα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες κάνουν την εμφάνισή τους, απειλώντας να προκαλέσουν μόνιμη ζημιά ενώ η υπερβολική αβεβαιότητα και ο φόβος εκτιμάται ότι θα επηρεάσουν αρνητικά τόσο την προσφορά όσο και τη ζήτηση τους επόμενους μήνες.
Αυτή τη στιγμή, τον μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχει η Γερμανία. Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης είναι ίσως το πιο ενδεικτικό παράδειγμα του πόσο αλλάζει ο πόλεμος τα δεδομένα για την ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς δείχνει να γονατίζει από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες της κρίσης. Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο της ING. Οι Γερμανοί βιομήχανοι αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου μπορούν να προκαλέσουν πολύ μεγαλύτερες ριζικές αλλαγές σε σύγκριση με την πανδημία, σημειώνει ο οίκος.
Με τις τιμές της ενέργειας και των εμπορευμάτων να παραμένουν στα ύψη για μεγάλο διάστημα – με πιθανές ακόμη και διακοπές στην παροχή ενέργειας – και την επιτάχυνση της αποπαγκοσμιοποίησης, μία οικονομία που βασίζεται στις εξαγωγές και εξαρτάται τόσο πολύ από τις εισαγωγές ενέργειας, θα υποφέρει. Ο παγκόσμιος επικεφαλής ανάλυσης της ING, Κάρστεν Μπρζέσκι, υποστηρίζει ότι τα κρατικά προγράμματα στήριξης θα ελαφρύνουν κάπως τον αντίκτυπο του πολέμου όμως δεν θα καταφέρουν να αποτρέψουν τον αποπληθωρισμό.
Ο κίνδυνος να συρρικνωθεί το γερμανικό ΑΕΠ στο α’ τρίμηνο είναι πλέον ορατός, ενώ για το σύνολο του 2022, η πρόβλεψη για την ανάπτυξη έχει υποβαθμιστεί στο 1,6%. Αν επιβεβαιωθεί το σενάριο αυτό, τότε η γερμανική οικονομία θα επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα στο τέλος του 2022, όταν η ελληνική επέστρεψε ήδη από το δ’ τρίμηνο του 2021.
Τα οικονομικά στοιχεία για το μήνα Μάρτιο έρχονται να επιβεβαιώσουν τα κακά μαντάτα για τη Γερμανία. Ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών Ifo – ο θεωρητικά πιο αξιόπιστος δείκτης για τις οικονομικές συνθήκες - σημείωσε τη μεγαλύτερη πτώση που έχει καταγραφεί ποτέ, μεγαλύτερη ακόμη και από τον Μάρτιο του 2020, όταν ξέσπασε η πανδημία. Το οικονομικό κλίμα στη Γερμανία καταρρέει και οι βιομηχανικοί κολοσσοί υποβαθμίζουν τις προβλέψεις για τα κέρδη και φοβούνται ότι τα χειρότερα είναι μπροστά μας.
Ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος Ifo σημείωσε απότομη πτώση στις 90,8 μονάδες, από 98,5 μονάδες τον Φεβρουάριο. Αιτία ήταν η κατά 13,3 μονάδες πτώση του δείκτη προσδοκιών, που είναι μεγαλύτερη ακόμη και από την κατά 11,8 μονάδες πτώση του Μαρτίου 2020, όταν ξέσπασε η πανδημία, υποδεικνύοντας ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις αναμένουν πολύ δύσκολες καταστάσεις τους επόμενους μήνες.
Σύμφωνα με την Capital Economics, η τιμή του Ifo «δείχνει» συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 2% σε ετήσια βάση. Ο οίκος συνεχίζει να πιστεύει ότι η Γερμανία θα αποφύγει την ύφεση προς το παρόν γιατί η χαλάρωση των περιορισμών στο α’ τρίμηνο του 2022 δίνουν ώθηση στον κλάδο των υπηρεσιών.
Όμως τα προβλήματα στη βιομηχανία θα γίνουν πολύ πιο αισθητά τον Μάρτιο και τον Απρίλιο και το πιθανότερο είναι οι συνθήκες να επιδεινωθούν περαιτέρω. Στη μεταποίηση, ο δείκτης υποχώρησε περισσότερο από ποτέ και οι επιχειρήσεις κάνουν λόγο για εξαιρετικά αβέβαιες προοπτικές. Στο εμπόριο, ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος «γκρεμίστηκε», ενώ το outlook των επόμενων μηνών είναι ζοφερό και για τον τομέα των logistics. Στις κατασκευές, ενώ στην πλειονότητά τους οι επιχειρήσεις δηλώνουν ευχαριστημένες με τις δουλειές που τρέχουν σήμερα, εμφανίζονται απαισιόδοξες για το μέλλον.
Οι προσδοκίες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων για τις τιμές και το οικονομικό κλίμα των επόμενων μηνών είναι ένας από τους πιο αξιόπιστους δείκτες για το κλίμα που επικρατεί σε μία οικονομία. Γι’ αυτό, το γεγονός ότι ο Ifo σημείωσε μέσα στον Μάρτιο τη μεγαλύτερη πτώση που έχει καταγραφεί ποτέ, λέει πολλά για την πορεία της γερμανικής οικονομίας και αυξάνει τον κίνδυνο ύφεσης.