Η ανακοίνωση του Πεκίνου ότι από τον Αύγουστο μειώνει τις παγκόσμιες εξαγωγές δύο μετάλλων ζωτικής σημασίας για τους ημιαγωγούς, το γάλλιο και το γερμάνιο, έπιασε και πάλι εξαπίνης την Ευρώπη.
Αντί να έχει φροντίσει προ ετών για τη στρατηγική της αυτονομία, τα παθήματα με τη Ρωσία να της έχουν γίνει μαθήματα και η απρονοησία της να την έχει αφυπνίσει, αιφνιδιάστηκε ξανά.
Και τώρα ζητά εσπευσμένα από τις λιγοστές βιομηχανίες αλουμινίου που δεν έχουν μεταναστεύσει αλλού, να παράξουν, αν μπορούν, κατεπειγόντως, βασικά μέταλλα απαραίτητα για microchips, για τα οποία φουντώνει ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ - Κίνας.
Είναι τόσο απλό; Όχι βέβαια. Τα μισά περίπου από τα αλουμινάδικα στην Ευρώπη έκλεισαν την τελευταία διετία λόγω του δυσθεώρατου ενεργειακού κόστους. Από τα περίπου 10 - 11 μεγάλα εργοστάσια πρωτόχυτου αλουμινίου, σήμερα έχουν μείνει λιγότερα από τα μισά, μεταξύ των οποίων και της Mytilineos στον Αγ. Νικόλαο Βοιωτίας.
Κάποιοι κατέβασαν ρολά και δεν ξανα άνοιξαν ή μετέφεραν την παραγωγή αλλού. Άλλοι εξετάζουν την κατασκευή μονάδων στον Καναδά ή τις ΗΠΑ, όπου τα επενδυτικά κίνητρα είναι γενναία και το βιομηχανικό ρεύμα, πολύ φθηνότερο. Το θέμα είναι πως όταν τα χυτήρια αλουμινίου κλείνουν ή φεύγουν, δεν επιστρέφουν.
Τώρα που η Ευρώπη τα χρειάζεται, δεν τα έχει. Όταν τα είχε, δεν τα στήριξε για να μείνουν. Και τρέχει ασθμαίνοντας πίσω από τις εξελίξεις για να καλύψει το κινεζικό κενό - όπως έκανε και το 2022 όταν ο Πούτιν της κήρυξε ενεργειακό πόλεμο - καλώντας επειγόντως τις μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες αλουμινίου να διερευνήσουν την παραγωγή βασικών μετάλλων για ημιαγωγούς.
Το πρωτοσέλιδο των FT/ Πηγή: FT
Σε επιχειρηματικό επίπεδο, η ευκαιρία είναι αναμφίβολα μεγάλη, για εταιρείες όπως η Mytilineos, την οποία προσέγγισε η ΕΕ, ζητώντας της να διερευνήσει την παραγωγή γαλλίου ως υποπροϊόντος στη μονάδα της Βοιωτίας που μετατρέπει τον βωξίτη σε αλουμίνα. H μονάδα της είναι η μοναδική πανευρωπαϊκά που παράγει «full time» αλουμίνα. Ολα τα υπόλοιπα εργοστάσια στην ΕΕ, όσα έχουν απομείνει, παράγουν κατά κύριο λόγο αλουμίνιο και μόνο δευτερευόντως και εφόσον μπορούν, αλουμίνα.
Το κόστος της επανάπαυσης
Σε πολιτικό ωστόσο επίπεδο, ο συναγερμός που έχει σημάνει στην Ε.Επιτροπή δείχνει για μια ακόμη φορά πόσο ανέτοιμη πιάστηκε μπροστά στις μεγάλες γεωπολιτικές προκλήσεις της εποχής.
Αν και εδώ μια δεκαετία, από το 2012, με την περίφημη πρωτοβουλία Φερχόϊγκεν, είχε αναδειχθεί η αναγκαιότητα της αυτάρκειας της Ευρώπης σε στρατηγικές πρώτες ύλες - στην πρώτη 5άδα χωρών που είχαν πρωτοστατήσει ήταν και η Ελλάδα με πρωτοβουλία του τότε υφυπ. Ενέργειας Γ.Μανιάτη - παρ’ όλα αυτά, η ΕΕ δεν έκανε τίποτα.
Όπως είχε επαναπαυτεί στο ρωσικό φυσικό αέριο, για το οποίο πίστευε πως θα συνεχίσει να ρέει άφθονο για πάντα και σε φθηνές τιμές, με την ίδια γεωπολιτική αφέλεια δεν έλαβε καμία πρόνοια για την στρατηγική της αυτονομία σε κρίσιμες πρώτες ύλες. Και ας πολλαπλασιαζονταν οι προειδοποιήσεις από ειδικούς ότι το 85% των φωτοβολταϊκών, πάνω από το 55% των αιολικών και πάνω από το 75% των μπαταριών, παράγονται στην Κίνα.
Χρειάστηκε ένας πόλεμος και ο εφιάλτης της ενεργειακής κρίσης για να ξυπνήσει η ΕΕ, να αντιληφθεί τον κίνδυνο εξάρτησης που διατρέχει από τρίτους, και να ανακοινώσει τον Μάρτιο του 2023 τον Κανονισμό περί κρίσιμων πρώτων υλών (Critical Raw Materials Act), απαραίτητων για την πράσινη μετάβαση, προκειμένου η βιομηχανία της να μπορεί να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ και την Κίνα στην παραγωγή προϊόντων καθαρής τεχνολογίας.
Στους στόχους που τέθηκαν, με καθυστέρηση ετών, προτείνεται να αυξηθεί μεταξύ άλλων η εξόρυξη μιας σειράς «στρατηγικών ορυκτών», όπως λίθιο, χαλκός, κοβάλτιο, μαγνήσιο, στο 10% της ετήσιας κατανάλωσης της ΕΕ έως το 2030 και μέχρι τότε, να μην προέρχεται από τρίτη χώρα πάνω από το 65% ενός κρίσιμου υλικού.
Το αστείο είναι ότι στην αρχική απόφαση, το αλουμίνιο είχε εξαιρεθεί από τη λίστα των κρίσιμων μετάλλων, καθώς είχε θεωρηθεί «μη στρατηγικό». Επρεπε να πιέσει η ευρωπαϊκή βιομηχανία την Κομισιόν για να προστεθεί τελικά στον κατάλογο, κάτι που συνέβη μόλις πριν από 15 ημέρες.
Στο μεσοδιάστημα όμως είχαν κατεβάσει ρολά κι άλλες μεταλλουργίες αλουμινίου, μην αντέχοντας το ενεργειακό κόστος και μη βλέποντας φως στη στήριξη του κλάδου.
Ψάχνει αλουμινάδικα αλλά έχουν κλείσει
Τώρα η ΕΕ, μπροστά στα αντίποινα του Πεκίνου για τους περιορισμούς των ΗΠΑ στις πωλήσεις κινέζικων τσίπς, καλεί επειγόντως τις μονάδες αλουμίνας να παράξουν γάλλιο και γερμάνιο, αλλά τα μισά από τα ευρωπαϊκά αλουμινάδικα έχουν κλείσει.
Η Κίνα παράγει περίπου το 60% του γερμανίου και το 80% του γαλλίου παγκοσμίως, ενώ ακολουθούν από απόσταση οι Καναδάς, Φινλανδία, Ρωσία, ΗΠΑ, Ν.Κορέα και Ιαπωνία. Και μπορεί η Ευρώπη να ξυπνάει σιγά - σιγά, ωστόσο η Κίνα βρίσκεται ήδη 10 - 15 χρόνια μπροστά. Καλύπτει κατά 71% σε γάλλιο και 45% σε γερμάνιο τις ανάγκες της ευρωπαϊκής αγοράς, που σημαίνει ότι εφόσον μειωθούν οι εισαγωγές, δεν υπάρχει απάντηση στο ερώτημα από που θα αντικατασταθούν και πόσο θα κινδυνεύσει η πράσινη μετάβαση. Τα δύο αυτά μέταλλα είναι απαραίτητα όχι μόνο για φορτιστές τηλεφώνων, αλλά για ηλεκτρικά οχήματα, ηλιακές κυψέλες και μαγνήτες σε ανεμογεννήτριες.
Πηγή: FT
Μέσα σε μερικές μέρες, από τότε που η Κίνα ανακοίνωσε περιορισμούς στις εξαγωγές γαλλίου, η τιμή του εκτινάχθηκε 30%, από τα 260 στα 340 δολάρια το κιλό.
Οι πάντες γνωρίζουν ότι το Πεκίνο κρατάει τον παγκόσμιο διακόπτη των τιμών στα χέρια του. Τον ανεβοκατεβάζει όποτε θέλει. Και ο κίνδυνος να ακριβύνει για τον Ευρωπαίο καταναλωτή το κόστος της πράσινης μετάβασης είναι ορατό, αφού εξαρτάται σε επίπεδο πρώτων υλών και προϊόντων από την Κίνα. Σκεφτείτε μόνο να συμβεί κάτι ανάλογο με το λίθιο, το βασικό συστατικό για τις μπαταρίες ηλεκτρικών αυτοκινήτων, μια αγορά που για την Ευρώπη υπολογίζεται στα 250 δισ ευρώ ετησίως.
Στην ΕΕ παθαίνουμε αλλά δεν μαθαίνουμε. Και η εξάρτηση μας αφορά τα πάντα, από τις σπάνιες γαίες μέχρι την ενέργεια. Το 2022, η απρονοησία των ευρωπαϊκών ηγεσιών με το φυσικό αέριο της Ρωσίας, κόστισε στους ευρωπαίους πολίτες 600 δισ δολάρια (διπλάσια απ’ ότι στον υπόλοιπο πλανήτη).
Η μέση τιμή αερίου της ΕΕ ήταν 37 δολ / mmBtu, όταν στις ΗΠΑ μόνο 6,5 δολ / mmBtu. Και σήμερα όμως η ΕΕ παραμένει απόλυτα εξαρτημένη από τις εισαγωγές αερίου, όταν οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας του κόσμου.
Κι ενώ οι Αμερικανοί επενδύουν σε εγκαταστάσεις πράσινων και ψηφιακών προϊόντων, προσελκύοντας ευρωπαϊκές εταιρείες και δημιουργώντας δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, η ΕΕ ακόμη το συζητά…
Διαβάστε επίσης:
Aποβιομηχανοποιείται η Γερμανία και η Ευρώπη δεν θα μείνει αλώβητη