Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μπορεί να μην λέγεται ανοιχτά στους διαδρόμους του ουρανοξύστη της ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη, όμως είναι κοινό μυστικό ότι οι νέοι κανόνες για την κάλυψη των «κόκκινων» δανείων έχουν σκοπό να επιταχύνουν τις πωλήσεις, έτσι ώστε να ξεφορτωθεί κατά κάποιο τρόπο ο τραπεζικός κλάδος της Ευρωζώνης ένα πρόβλημα… 800 δισ. ευρώ. Έτσι δημιουργείται μία τεράστια αγορά, με αποτέλεσμα μεγάλα funds από ολόκληρο τον κόσμο που εξειδικεύονται σε προβληματικά assets να καραδοκούν και νέοι παίκτες να ετοιμάζονται να εισέλθουν.
Η εξέλιξη αγγίζει και τις ελληνικές τράπεζες οι οποίες είναι πλέον δεδομένο ότι κατά κύριο λόγο θα μειώσουν το ποσοστό των NPEs αρχικά κάτω από το επίπεδο του 10% (όταν στην Ε.Ε. διαμορφώνεται στο 3,4%) - και αργότερα ακόμη περισσότερο - με τιτλοποιήσεις, ήτοι με πωλήσεις πακέτων δανείων. Αυτό σημαίνει ότι οι πωλήσεις δανείων θα ξεπεράσουν ακόμη και τα 30 δισ. ευρώ, μέχρι ο ελληνικός μέσος όρος να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό.
Μέσω της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (SREP) οι τράπεζες της Ευρωζώνης θα βρίσκονται σε ένα διαρκές και αδιάλειπτο stress test όπου οι προβλέψεις για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) θα διαμορφώνουν την κεφαλαιακή τους κατάσταση και ο επόπτης θα ζητάει κινήσεις ενίσχυσης. Με άλλα λόγια, οι τράπεζες θα αναγκάζονται να πουλάνε δάνεια για να μην χρειάζεται να βάζουν στην άκρη κεφάλαια, σε μία εξίσωση με βασικό άγνωστο την κερδοφορία και κατ' επέκταση την ικανοποίηση των μετόχων.
Ο παράγοντας που θα καθορίσει τις εξελίξεις είναι οι τιμές στις οποίες θα γίνουν οι πωλήσεις και όπως είναι φυσικό οι χώρες που θα εμφανίζουν προοπτικές θα συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, κάτι που μέχρι στιγμής δεν συμβαίνει στην ελληνική περίπτωση. Αναμφίβολα η Ιταλία βρίσκεται στο επίκεντρο της συζήτησης και σε δεύτερο πλάνο είναι η Ελλάδα, αφού οι ιταλικές τράπεζες διαθέτουν τον μεγαλύτερο όγκο NPEs, που ξεπερνά τα 220 δισ. ευρώ. Η ΕΚΤ τοποθετεί τις ελληνικές τράπεζες στο τελευταίο γκρουπ δυναμικότητας όσον αφορά την ικανότητά τους να καλύψουν με προβλέψεις τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια χωρίς να αντιμετωπίσουν κεφαλαιακά προβλήματα. Γι' αυτό το λόγο τους δίνει περιθώριο έως το 2026 να προχωρήσουν σε πλήρη κάλυψη.
Ο Μάριο Ντράγκι έχει επανειλημμένα αναφερθεί στην ανάγκη ανάπτυξης της αγοράς «κόκκινων» δανείων και ταυτόχρονα πιστεύει ότι όσο οι τράπεζες έχουν πάνω τους προβληματικά assets τόσο οι επενδυτές είναι επιφυλακτικοί στο να επενδύσουν μακροπρόθεσμα στον κλάδο. Πιέζοντας τις τράπεζες να πουλήσουν δάνεια η ΕΚΤ προχωρά επίσης στο μεγάλο ξεσκαρτάρισμα πριν ληφθούν οι τελικές αποφάσεις για την τραπεζική ένωση και την πολυθρύλητη εγγύηση των καταθέσεων.
Σύμφωνα με πληροφορίες από τη Φρανκφούρτη, οι ελληνικοί πιστωτικοί όμιλοι βρίσκονται στο ίδιο γκρουπ με τράπεζες της Ανατολικής Ευρώπης και ορισμένες της Ιταλίας (π.χ. η Monte Paschi) και της Ιρλανδίας και θεωρούνται αυτές που έχουν μπροστά τους το πιο δύσκολο έργο. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θέτει για τις τράπεζες της συγκεκριμένης κατηγορίας ελάχιστο όριο κάλυψης το 40% έως το 2020, για ενυπόθηκα δάνεια.
Για το πρώτο γκρουπ δυναμικότητας η ΕΚΤ θέτει ως ελάχιστο επίπεδο κάλυψης το 60% έως το τέλος του 2020 για τα δάνεια με εξασφαλίσεις, ένα ποσοστό που θα αυξάνεται σταδιακά για να αγγίξει το 100% το 2024. Για τα δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις, το ελάχιστο επίπεδο κάλυψης ορίζεται στο 70% στο τέλος του 2020 για να φτάσει στο 100% το 2023. Κάποιες τράπεζες έχουν ήδη συμφωνήσει με την ΕΚΤ, όπως η ιταλική Unicredit η οποία έχει προθεσμία έως το 2024 για πλήρη κάλυψη.
Οι τράπεζες που συγκαταλέγονται στο δεύτερο γκρουπ δυναμικότητας θα προσπαθήσουν να καλύψουν με προβλέψεις τα δάνεια με εξασφαλίσεις σε ποσοστό 50% έως το 2020 έχοντας ως ορίζοντα πλήρους κάλυψης το 2025. Για το δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις το ποσοστό κάλυψης που θα πρέπει να επιτευχθεί έως το 2020 ορίζεται στο 60% και τελική προθεσμία το 2024.
AP Photo/Francisco Seco