«Οι συνθήκες είναι έκτακτες και έτσι πρέπει να αντιμετωπιστούν». Με αυτή τη φράση απαντούν κοινοτικές πηγές σε κάθε ερώτηση για το πόσο μπορούν να αλλάξουν οι κανόνες τόσο σε δημοσιονομικό επίπεδο όσο και σε τραπεζικά θέματα εξαιτίας των οικονομικών επιπτώσεων της επιδημίας. Στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επικρατεί η αντίληψη ότι η επόμενη ημέρα θα βρει την οικονομία της Ευρωζώνης λαβωμένη και τις χώρες της περιφέρειας να έχουν κάνει πολλά βήματα πίσω. Όμως η ανάκαμψη θα είναι γρήγορη άρα θα πρέπει να υπάρξουν οι απαραίτητες διευκολύνσεις.
Το στοιχείο που αλλάζει τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης και δεν ενεργοποιεί αυστηρούς κανόνες αλλά τους «καταργεί» είναι ότι αυτή τη φορά δεν ευθύνονται οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου αλλά έχουμε να κάνουμε με μία εξωγενή απειλή. Η Κριστίν Λαγκάρντ γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν μπορεί την επόμενη της επιδημίας να ζητήσει από τις τράπεζες να… ματώσουν για τη νέα γενιά «κόκκινων» δανείων που θα έχει δημιουργηθεί. Το γενικευμένο «λουκέτο» στις οικονομίες της Ευρώπης δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας κακής πρακτικής αλλά μιας υγειονομικής κρίσης. Άρα, θα πρέπει όλα να επανεξεταστούν από την αρχή και αυτό θα ισχύσει και για τα «κόκκινα» δάνεια, εξέλιξη που θα έχει σημαντικές επιπτώσεις και για τις ελληνικές τράπεζες.
Alpha Bank, Eurobank, Τρ. Πειραιώς και Εθνική είχαν συμφωνήσει να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια σε μονοψήφιο ποσοστό έως το 2022 ενώ πριν λίγες ημέρες η Eurobank έλαβε το πράσινο φως έτσι ώστε οι τίτλοι ανώτερης διαβάθμισης (senior notes) της τιτλοποίησης Cairo να σταθμιστούν με μηδενικό συντελεστή έναντι 25% που προβλεπόταν. Η εξέλιξη αυτή είναι πολύ σημαντική για την εφαρμογή του Ηρακλή. Η εξάπλωση της επιδημίας όμως έφερε τα πάνω κάτω και για το τραπεζικό σύστημα. Ο Ηρακλής μετατίθεται για μετά το καλοκαίρι και υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες για την πορεία της οικονομίας και τον κίνδυνο νέου κύματος «κόκκινων» δανείων.
Το μόνο σίγουρο που μπορεί να ειπωθεί στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή είναι ότι δεν θα υπάρξει σεισάχθεια. Λεφτά… δεν υπάρχουν και ούτε οι χώρες του πυρήνα της Ευρωζώνης είναι διατεθειμένες να πληρώσουν μαζί με τον «λογαριασμό» της επιδημίας και τα σπασμένα προηγούμενων κρίσεων.
Όπως τόνισε ο Γιάννης Στουρνάρας στην έκθεση του Διοικητή για το 2019, οι στόχοι που είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των ελληνικών τραπεζών και του SSM τελούν υπό αναθεώρηση «εν όψει των έκτακτων περιστάσεων και των συνθηκών μεγάλης αβεβαιότητας υπό τις οποίες καλείται να λειτουργήσει σήμερα το τραπεζικό σύστημα, όπως και η πραγματική οικονομία». Αναμένεται δηλαδή να επηρεαστεί αρνητικά η πορεία προς την επίτευξη του στόχου της σημαντικής μείωσης του ποσοστού των NPEs το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, σημειώνεται στην έκθεση, όχι όμως και ο τελικός στόχος.
Η λύση που επεξεργάζονται σήμερα οι αρχές είναι να δοθεί παράταση σε όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες και κυρίως στις ελληνικές, όχι ενός έτους αλλά τουλάχιστον τριετίας. Παράλληλα, δεν αποκλείεται να έρθει πιο κοντά και η εφαρμογή του σχεδίου της ΤτΕ που αξιοποιεί τον αναβαλλόμενο φόρο ή κάποιας παραλλαγής του.
Ένα ακόμη σενάριο είναι να δοθεί ο μέγιστος βαθμός ευελιξίας στις τράπεζες που θα αντιμετωπίσουν το μεγαλύτερο κύμα νέων NPEs. Η ευελιξία αφορά στα κεφάλαια που θα χρειαστούν για να καλυφθούν οι δείκτες εποπτικών κεφαλαίων, ο τρόπος και ο χρονικός ορίζοντας που αυτά θα απαιτηθούν. Στο δυσμενές σενάριο, δεν αποκλείεται για κάποιο χρονικό διάστημα οι τράπεζες να λειτουργούν χωρίς καμία απαίτηση.
Μέχρι και η δημιουργία μία πανευρωπαϊκής bad bank θα μπορούσε να εξεταστεί αν το φαινόμενο δεν είναι τόσο παροδικό όσο εκτιμάται σήμερα. Άλλωστε, ο νυν επικεφαλής του SSM ήταν αυτός που ως επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (EBA) είχε προτείνει το 2017 την αντιμετώπιση του φαινομένου μέσω ενός ενιαίου φορέα που θα διαχειριζόταν όλα τα «κόκκινα» δάνεια της Ευρωζώνης.
Οι σχετικές αποφάσεις θα ληφθούν με πιο καθαρό μυαλό όταν θα περάσει η επιδημία και θα είναι πιο εύκολο να υπολογιστεί ο λογαριασμός της κρίσης. Μέχρι τότε, όποιοι πιστεύουν ότι θα γλιτώσουν την αποπληρωμή του δανείου τους πλανώνται πλάνην οικτράν καθώς αυτή τη φορά δεν θα υπάρξει καμία ανοχή στους στρατηγικούς κακοπληρωτές.