Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Την ώρα που οι ελληνικές τράπεζες ετοιμάζονται να δηλώσουν στα αποτελέσματα γ' τριμήνου ιδιαίτερα αισιόδοξες για την επίτευξη των στόχων μείωσης των «κόκκινων» δανείων κατά 50% έως το τέλος του 2021, οι τραπεζικές μετοχές συνεχίζουν να αποτελούν μόνιμο βαρίδι για το χρηματιστήριο και ο κίνδυνος οικονομικής στασιμότητας αυξάνει τις ανησυχίες για ένα νέο αδιέξοδο που θα φέρει τους πιστωτικούς ομίλους αντιμέτωπους με μια καταστροφική τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση.
Ένα αδιέξοδο του οποίου η προοπτική έδωσε αφορμή στους κερδοσκόπους και προκάλεσε το μίνι κραχ του Οκτωβρίου, με τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών να μην έχουν καταφέρει έκτοτε να… σηκώσουν κεφάλι. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, βρίσκονται στο τραπέζι δύο σχέδια, ένα από το ΤΧΣ και ένα από την ΤτΕ, με στόχο την ταχύτερη «απεμπλοκή» των τραπεζικών ισολογισμών από τα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού. Εξέλιξη που αν πάρει σάρκα και οστά θα στείλει μήνυμα ανάκαμψης και εξυγίανσης στην επενδυτική κοινότητα.
Εκτός, όμως, από τη δεδομένη ανάγκη των τραπεζών να «ξεφορτωθούν» τα «κόκκινα» δάνεια για να μπορέσουν να διαδραματίσουν πιο ενεργητικό ρόλο στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, ο λόγος που ΤΧΣ και ΤτΕ αναγκάζονται να προχωρήσουν στην κατάρτιση των εν λόγω σχεδίων έχει να κάνει με τον υπαρκτό κίνδυνο της οικονομικής στασιμότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο, πληροφορίες του liberal.gr, από τις Βρυξέλλες αναφέρουν ότι στην παρούσα συγκυρία η Κομισιόν δεν αναμένεται να εξαντλήσει την αυστηρότητά της αρκεί το σχέδιο που εντέλει θα υλοποιηθεί να είναι επαρκώς τεκμηριωμένο και να μην παραβιάζει τους κανόνες για την κρατική ενίσχυση. Οι προβλέψεις που θέλουν την ανάπτυξη να κορυφώνεται το 2019 και να επιβραδύνει στη συνέχεια, σε συνδυασμό με τη συνεχή… διάψευση των κυβερνητικών προβλέψεων για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ και τις δυσμενείς συνθήκες στις διεθνείς αγορές, φαίνεται πως θα μπορούσαν να επισπεύσουν τις αποφάσεις.
Ανώτερα τραπεζικά στελέχη, αναλυτές με γνώση του ζητήματος και οίκοι αξιολόγησης έχουν κατά καιρούς επισημάνει ότι ο καλύτερος τρόπος για να διαχειριστούν οι τράπεζες τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, τα οποία σήμερα ξεπερνούν τα 85 δισ. ευρώ, είναι μέσω υψηλότερων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης. Αν η ελληνική οικονομία είχε προοπτικές να «τρέξει» με ρυθμούς της τάξης του 3%-5% την ερχόμενη πενταετία, τότε οι ελληνικοί όμιλοι θα είχαν τη δυνατότητα να πουλήσουν δάνεια σε καλύτερες τιμές, να ανακτήσουν δάνεια ταχύτερα και να δουν τις ρυθμίσεις να λειτουργούν πιο αποτελεσματικά. Έτσι, τα NPEs θα μειώνονταν σε μονοψήφιο ποσοστό – που είναι ο απώτερος σκοπός – χωρίς να υπάρχει κίνδυνος μίας νέας ανακεφαλαιοποίησης.
Μέσα στην τρέχουσα εβδομάδα η Τράπεζα της Ελλάδος θα παρουσιάσει αναλυτικά το σχέδιο για τη μείωση των NPEs κατά περίπου 42 δισ. ευρώ. Η βασική ιδέα είναι να υπάρξει μία λύση στο αδιέξοδο με το οποίο κινδυνεύουν οι ελληνικές τράπεζες, που παράλληλα θα συμβάλλει αφενός στην καλύτερη λειτουργία τους και στην επικέντρωσή τους στον πραγματικό τους ρόλο και αφετέρου στη βελτίωση του κλίματος στην αγορά.
Όπως έγινε γνωστό τον περασμένο μήνα, στον απόηχο του μίνι κραχ στη Λεωφόρο Αθηνών, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έχει καταθέσει μία πρόταση για την υιοθέτηση ενός μοντέλου διαχείρισης που μοιάζει με τη φόρμουλα που εφαρμόστηκε στην Ιταλία. Την εν λόγω πρόταση έχει προκρίνει το υπουργείο Οικονομικών με την JP Morgan να έχει αναλάβει την αξιολόγηση των τεχνικών λεπτομερειών.
Από την πλευρά της, η ΤτΕ προωθεί μία λύση που θεωρείται πιο εξελιγμένη σε ότι αφορά τη λογιστική διαχείριση και τις τεχνικές της λεπτομέρειες και γι' αυτό το λόγο εκφράζεται αισιοδοξία από την κεντρική τράπεζα ότι μπορεί να λάβει το πράσινο φως από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν (DGComp).
Η κεντρική διαφορά των δύο προτάσεων σχετίζεται με τα κεφάλαια που θα χρησιμοποιηθούν, ενώ το πιο περίπλοκο λογιστικά σχέδιο της ΤτΕ έχει προκαλέσει αρκετές απορίες, οι οποίες ωστόσο θα λυθούν σύντομα, όπως τουλάχιστον αναφέρεται αρμοδίως, ενώ δεν αποκλείεται να χρειαστούν και σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις. Με βάση το σχέδιο της ΤτΕ, μέρος των κεφαλαίων των τραπεζών που αντιστοιχούν στον αναβαλλόμενο φόρο θα μεταφερθούν σε οχήματα ειδικού σκοπού (SPV) τα οποία θα εκδώσουν ομόλογα για να αγοράσουν «κόκκινα» δάνεια και να «καθαρίσουν» σε μεγάλο βαθμό τους ισολογισμούς. Η επίπτωση στα εποπτικά κεφάλαια εκτιμάται από την ΤτΕ ότι είναι διαχειρίσιμη και διαμορφώνεται μεταξύ 3-5 δισ. ευρώ.