Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Αφού κατέγραψε τον χειρότερο Ιανουάριο από το 1991 το πετρέλαιο συνέχισε χθες να… κατρακυλάει προς το άγνωστο (πτώση έως άνω του 3%) καθώς αυξάνεται ο φόβος παράλυσης της κινεζικής οικονομίας, ενώ ήδη το πλήγμα για τις μεταφορές και τον τουρισμό είναι εμφανές. Μετά τις ΗΠΑ, ήταν η σειρά της Ιαπωνίας και της Αυστραλίας να εφαρμόσουν ταξιδιωτικούς περιορισμούς και σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη άνθρωποι και εμπορεύματα που προέρχονται από τον ασιατικό δράκο περνούν από κόσκινο.
Τρένα, πλοία, αεροπλάνα, λεωφορεία και τρένα σταματούν τα δρομολόγια προς την Κίνα, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με μία κατάσταση που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει. Μεγάλες αεροπορικές εταιρείες ακυρώνουν πτήσεις προς την ασιατική χώρα και οι Φιλιππίνες σταμάτησαν να εκδίδουν βίζες σε Κινέζους. Το Χονγκ Κονγκ διέκοψε τη σιδηροδρομική και η Ιταλία την αεροπορική σύνδεση με την Κίνα, ενώ χώρες όπως η Σιγκαπούρη και η Ρωσία ουσιαστικά έκλεισαν τα σύνορά τους, τουλάχιστον για τους ανθρώπους. Και όλα αυτά χωρίς ο ΠΟΥ να έχει απαγορεύσει το εμπόριο ή τις μεταφορές.
Οι περιορισμοί αυτοί σε συνδυασμό με την εκτεταμένη παύση εργασιών σε μεγάλα τμήματα του κινεζικού βιομηχανικού κλάδου έχουν επηρεάσει τη ζήτηση για πετρέλαιο σε τέτοιο βαθμό που το αργό τύπου WTI έπεσε χθες οριακά κάτω από τα 50 δολάρια το βαρέλι (49,92) και το Brent κάτω από τα 55 δολάρια, καταγράφοντας πτώση άνω του 22% από τα υψηλά της 6ης Ιανουαρίου. Μέσα στον Ιανουάριο οι τιμές του «μαύρου χρυσού» υποχώρησαν κατά 15% που είναι η μεγαλύτερη πτώση μήνα Ιανουάριο της τελευταίας 30ετίας.
Σημαντικό ρόλο στη χθεσινή πτώση έπαιξε και το κλίμα στα κινεζικά χρηματιστήρια, όπου μετά την παρατεταμένη αργία οι επενδυτές ξεπουλούσαν τα πάντα, από μετοχές και γουάν μέχρι εμπορεύματα, με τους βασικούς δείκτες να χάνουν περί τα 400 δισ. δολάρια. Στον απόηχο αυτών των εξελίξεων, ο ΟΠΕΚ φέρεται να εξετάζει μεγάλη μείωση της παραγωγής για να αντισταθμίσει τον αντίκτυπο της εξάπλωσης του θανατηφόρου ιού, ενώ το χθεσινό rebound της Wall Street καθησύχασε μερίδα των αναλυτών, όχι όμως όλους.
Ο διάσημος οικονομολόγος Μοχάμεντ Ελ-Εριάν, επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος της Allianz, υποστηρίζει ότι οι επιπτώσεις του κορονοϊού θα είναι τόσο δραματικές που όχι μόνο θα επιφέρουν ισχυρό πλήγμα στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου αλλά θα εμποδίσουν την παγκόσμια ανάπτυξη. Έτσι θα προκληθούν προβλήματα και σε άλλες μεγάλες οικονομίες με πρώτο «θύμα» την Ευρωζώνη της οποίας η κεντρική τράπεζα έχει, σύμφωνα με τον Ελ Εριάν, ξεμείνει από… πυρομαχικά για να αποκρούσει νέα ύφεση.
Για τις αγορές ο κορονοϊός θα μπορούσε να είναι ένα πολύ κρίσιμο σοκ, ένα χτύπημα που θα αλλάξει το πολύ θετικό κλίμα που επικρατούσε προς το τέλος του 2019 και πλέον αποδεικνύεται ότι οι ανησυχίες για τον εμπορικό πόλεμο και το Brexit ήταν… πεζές. Ενδεχομένως ο κορονοϊός είναι η αφορμή για να αναδειχθεί το μεγάλο χάσμα μεταξύ των αυξημένων τιμών στα χρηματιστήρια και των οικονομικών συνθηκών.
Η κινεζική Sinopec που έχει τα μεγαλύτερα διυλιστήρια στην Κίνα έδωσε εντολή να μειωθεί η παραγωγή αυτό το μήνα κατά 600.000 βαρέλια την ημέρα, ενώ άλλα διυλιστήρια μειώνουν την παραγωγή κατά 30% έως 50% εξαιτίας της κατάρρευσης της ζήτησης. Τα χαμηλά άνω του ενός έτους δεν είναι τόσο καταστροφικός οιωνός όμως το κλίμα δείχνει ότι δύσκολα θα βελτιωθεί σύντομα με αποτέλεσμα οι τιμές του πετρελαίου να εμφανίζουν… υπερευαισθησία σε οποιαδήποτε αρνητική είδηση που σχετίζεται με την κινεζική οικονομία. Ήδη, οι εκτιμήσεις θέλουν το κινεζικό ΑΕΠ να μεγεθύνεται το 2020 πολύ λιγότερο από τις αρχικές εκτιμήσεις με την Oxford Economics να κάνει λόγο για ανάπτυξη 5,4% στην Κίνα έναντι 5,9% πριν το ξέσπασμα της επιδημίας.