Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Έχουν περάσει ακριβώς 9 χρόνια από τον Αύγουστο του 2011, όταν ο χρυσός κατέγραψε ιστορικό υψηλό στα 1.917,90 δολάρια, στο αποκορύφωμα της κρίσης χρέους και των ανησυχιών για τις επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσης του 2008. Σήμερα, ο φόβος γενικευμένης γεωπολιτικής έκρηξης με αφορμή το Ιράν, οι κλιμακούμενες εντάσεις στο μέτωπο του εμπορικού πολέμου, οι αυξημένες πιθανότητες ενός σκληρού Brexit και η συνεχιζόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας δημιουργούν ένα περιβάλλον που... στέλνει αρκετούς επενδυτές σε αναζήτηση καταφυγίων.
Η τιμή του χρυσού βρίσκεται σήμερα σε διπλάσιο επίπεδο από τον Οκτώβριο του 2008, όταν ο κόσμος κατάλαβε ότι τελικά ο ουρανός... μπορεί να πέσει στο κεφάλι μας. Από τις 26 Μαΐου, όμως, έχει αρχίσει μία ξέφρενη πορεία καταγράφοντας μέχρι σήμερα κέρδη άνω του 14%, αναγκάζοντας αναλυτές και επενδυτές να επιδίδονται σε ένα ατελείωτο... κυνήγι προβλέψεων. Και επειδή η λάμψη του χρυσού είναι παντοτινή, διεγείρει τη φαντασία, αλλά και τις εκτιμήσεις των αναλυτών, αφού αποτελεί το παραδοσιακό εργαλείο αντιστάθμισης κινδύνων σε περιόδους αυξημένης αβεβαιότητας, όπως η τρέχουσα.
Ιστορικά, το μεγάλο κύμα ανόδου του χρυσού ξεκίνησε το 2000 για να επιταχυνθεί το 2005 με αποκορύφωμα τον Αύγουστο του 2011. Από τα 1.917,90 δολάρια του 2011, η τιμή του χρυσού υποχώρησε έως τα 1.047 στα τέλη του 2015 για να καταγράψει στη συνέχεια ένα εντυπωσιακό ράλι έως τον Ιούλιο του 2016 με κέρδη άνω του 30%, πολύ κοντά στο επίπεδο των 1.400 δολαρίων. Πέρυσι υποχώρησε κάτω από τα 1.200 δολάρια για να εισέλθει σε σταθερά ανοδική τροχιά, η οποία επιταχύνθηκε από τα τέλη Μαΐου.
Σε καιρούς κατά τους οποίους η αβεβαιότητα και η μεταβλητότητα κυριαρχούν, ένα παραδοσιακό χαρτοφυλάκιο μετοχών και ομολόγων δεν μπορεί να προστατεύσει τους επενδυτές, πόσο μάλλον στην περίπτωση που η οικονομία βρίσκεται σε φάση επιβράδυνσης. Δεν είναι μάλιστα λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι σήμερα βρισκόμαστε ακόμη πιο κοντά στο σημείο καμπής, όπου οι επενδυτές θα αρχίσουν να «αφήνουν» τα ομόλογα των αρνητικών επιτοκίων για τον χρυσό, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι οι συνθήκες θα επιδεινωθούν ή θα εμφανίζουν τάσεις επιδείνωσης.
Πρόκειται για ένα εύλογο επιχείρημα, καθώς οι επενδυτές πληρώνουν όλο και περισσότερα χρήματα για να δανείσουν χώρες όπως η Γερμανία και η Ελβετία για διάστημα 25, 30, ακόμη και 50 ετών. Η απόδοση του γερμανικού 10ετούς έχει υποχωρήσει στο -0,5%, ξεπερνώντας κατά πολύ το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ που διαμορφώνεται στο -0,4%, ενώ το ελβετικό 10ετές έχει βρεθεί στο -0,84%. Είναι η παράκρουση που έχει πιάσει τους επενδυτές ομολόγων καθώς σχεδόν ολόκληρη η ευρωζώνη εμφανίζει αρνητικά επιτόκια, ενώ ακόμη και ευρωπαϊκές χώρες εκτός ευρώ, που συγκαταλέγονται στο κλαμπ των άκρως αναδυόμενων οικονομιών, βλέπουν το κόστος δανεισμού να καταρρέει.
Βιώνουμε αναμφίβολα μία από τις πιο παράξενες, πιο τρελές και γεμάτες παράδοξα εποχές όσον αφορά τους παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές διαφόρων επενδυτικών κατηγοριών και τις σχέσεις μεταξύ τους. Η Ελλάδα, μάλιστα, είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της «εποχής του παράδοξου», καθώς δανείζεται με το ίδιο επιτόκιο που δανείζονται οι ΗΠΑ. Και ενώ η μεγαλύτερη και ισχυρότερη οικονομία του κόσμου εμφανίζει ιστορικά χαμηλά επίπεδα ανεργίας (3,8%) και ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης (2,1%), παρ' όλα αυτά το κόστος δανεισμού της είναι κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα μεγαλύτερο από της Βουλγαρίας.
Ο χρυσός είναι από τα λίγα assets -ίσως το μοναδικό- που μπορεί να πάει κόντρα σε όλα αυτά και να διατηρήσει την αίγλη του, πολύ περισσότερο όταν οι κεντρικές τράπεζες συντηρούν μία κατάσταση επίπλαστης ευφορίας και οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας έχουν επιδεινωθεί αισθητά. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο χρυσός είναι το απόλυτο ασφαλές καταφύγιο, δεν εμπεριέχει κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η διαχρονική αξία του. Αλλωστε και οι κεντρικές τράπεζες διαθέτουν μεγάλα αποθέματα χρυσού, τα οποία τελευταία τα αυξάνουν σε μία τάση που λαμβάνει διαστάσεις... επιδημίας.
Αναιμική ανάπτυξη και γεωπολιτική αβεβαιότητα
Η ζήτηση για χρυσό αυξήθηκε κατά 1.123 τόνους το β' τρίμηνο του 2019, ενισχυμένη κατά 8% έναντι της αντίστοιχης περυσινής περιόδου, ενώ η ζήτηση το α' εξάμηνο του έτους ανήλθε σε υψηλό 3 ετών στους 2.181 τόνους, κυρίως λόγω των αγορών-ρεκόρ των κεντρικών τραπεζών. Το βελτιωμένο καταναλωτικό κλίμα στην Ινδία έπαιξε και αυτό τον ρόλο του, καθώς οι γάμοι αυξήθηκαν και οι πωλήσεις εκτινάχθηκαν, δίνοντας ώθηση 2% στην παγκόσμια ζήτηση κοσμημάτων στους 531,7 τόνους. Στο μεταξύ, ο τεχνολογικός κλάδος περιόρισε τη χρήση χρυσού λόγω της επιδείνωσης των συνθηκών, ενώ οι επενδύσεις σε ράβδους χρυσού και χρυσά νομίσματα μειώθηκαν κατά 12%.
Η Ινδία δεν μπορεί να... σηκώσει μόνη της το βάρος της τιμής του χρυσού. Η ασιατική χώρα της εντυπωσιακής ανάπτυξης και των μεταρρυθμίσεων, η «επόμενη Κίνα» όπως πολλοί την χαρακτηρίζουν, καλπάζει με τους υψηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ στον πλανήτη και ταυτόχρονα αποτελεί μία από τις σημαντικότερες αγορές για το πολύτιμο μέταλλο. Ολος ο υπόλοιπος πλανήτης, όμως, πατάει φρένο, με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να υποβαθμίζει τις προβλέψεις για την ανάπτυξη και την Κίνα να κινδυνεύει να βιώσει το χειρότερο έτος των τελευταίων δεκαετιών.
Ο ασιατικός γίγαντας βλέπει την οικονομική δραστηριότητα να «ξεφουσκώνει» με το ΑΕΠ να αναπτύσσεται κατά 6,2% το β' τρίμηνο του 2019, που είναι ο χαμηλότερος ρυθμός μεγέθυνσης από το μακρινό 1992. Οι επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου και των δασμών είναι σοβαρές, όμως ο μεγάλος φόβος είναι ότι η κινεζική οικονομία έχει χάσει την ορμή του παρελθόντος και θα συνεχίσει να πατάει φρένο. Και όταν η ατμομηχανή της παγκόσμιας ανάπτυξης σταματάει, είναι εύλογο να αυξάνονται οι ανησυχίες, οι οποίες μεταφέρονται στα χρηματιστήρια με την ένταση που βλέπουμε τελευταίως στη Wall Street και στην Ευρώπη.
Κρίσιμος ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών
Μηδενικά επιτόκια για πάντα. Αυτό θα μπορούσε να είναι το σύνθημα των μεγαλύτερων κεντρικών τραπεζών του κόσμου, καθώς το επιτόκιο αναφοράς της Bank of Japan διαμορφώνεται στο -0,1%, της ΕΚΤ στο 0% και η Fed ξεκίνησε εκ νέου τις μειώσεις έπειτα από 8 διαδοχικές αυξήσεις με τα δικά της επιτόκια να υποχωρούν στο εύρος του 2%-2,5%. Η στροφή προς μία... μόνιμη κατάσταση χαλαρής νομισματικής πολιτικής οδηγεί τις αποδόσεις των ομολόγων σε ιστορικά χαμηλά και την ίδια ώρα δημιουργεί τα παράδοξα που προαναφέρθηκαν. Είναι ενδεικτικό ότι οι αποδόσεις των «ασφαλέστερων» κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης, των γερμανικών, έχουν υποχωρήσει σε επίπεδα που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί, με το 10ετές να βρίσκεται στο 0,495%, πολύ χαμηλότερα δηλαδή από το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ.
Ποιο είναι όμως πιο ασφαλές καταφύγιο, ένα κρατικό ομόλογο ή ο χρυσός; Η απάντηση είναι προφανής και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο όσοι αναλυτές βλέπουν να μονιμοποιείται η κατάσταση των χαμηλών επιτοκίων κάνουν λόγο για σημαντική άνοδο της τιμής του χρυσού ακόμη και πάνω από τα 1.550 δολάρια στους επόμενους μήνες. Μία ακόμη σημαντική σχέση είναι αυτή μεταξύ της τιμής του χρυσού και του συνολικού όγκου των ομολόγων που φέρουν αρνητικά επιτόκια. Οσο αυξάνεται το χρέος με αρνητικά επιτόκια, δέχεται ώθηση και η τιμή του χρυσού, καθώς ο χρυσός είναι το πραγματικό ασφαλές καταφύγιο για τους επενδυτές.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι έτοιμη να μειώσει το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο -0,5% τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, ενώ αυξάνονται καθημερινά οι αναφορές αναλυτών στο ενδεχόμενο επανέναρξης του QE. Η πορεία της Fed είναι και αυτή προς την κατεύθυνση της χαλάρωσης, αλλά κανένας δεν γνωρίζει το πώς θα εξελιχθεί το μπρα-ντε-φερ μεταξύ Ντόναλντ Τραμπ και Τζερόμ Πάουελ. Πάντως, όλα δείχνουν ότι η εποχή των αρνητικών επιτοκίων δεν θα φτάσει σύντομα στο τέλος της, επομένως όσοι συνεχίζουν και πιστεύουν στη... λάμψη του χρυσού δεν αποκλείεται να επιβραβευτούν στο προσεχές διάστημα.
Στην προσπάθειά τους να διαφοροποιήσουν τα αποθέματά τους από το δολάριο με φόντο τον εμπορικό πόλεμο, κεντρικές τράπεζες από όλη την υφήλιο αγοράζουν χρυσό, καταγράφοντας μάλιστα ρεκόρ σε αξία αγορών το α' εξάμηνο του 2019 στα 15,7 δισ. δολάρια. Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Χρυσού κεντρικές τράπεζες -κυρίως της Πολωνίας, της Κίνας και της Ρωσίας- αγόρασαν 374 τόνους χρυσού, που είναι η μεγαλύτερη ποσότητα στην ιστορία για το πρώτο μισό του έτους, με τη ζήτηση από τις κεντρικές τράπεζες να αντιστοιχεί στο 1/6 της συνολικής ζήτησης χρυσού.
Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Χρυσού προβλέπει ότι ο εμπορικός πόλεμος, οι γεωπολιτικές εντάσεις με το Ιράν και το Brexit θα οδηγήσουν σε περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής και σε αύξηση της γεωπολιτικής αβεβαιότητας. Θα ασκηθούν έτσι πιέσεις στις κεντρικές τράπεζες να ενισχύσουν τα αποθέματά τους σε χρυσό και οι επενδυτές θα αναζητήσουν την ασφάλεια του επενδυτικού καταφυγίου, ωστόσο η αύξηση των τιμών θα επιφέρει σημαντικό πλήγμα στη ζήτηση των καταναλωτών.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής, 9 Αυγούστου