Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Όταν στα μέσα του περασμένου Δεκεμβρίου ο Mario Draghi άνοιγε τη συζήτηση για την εφαρμογή ενός νέου προγράμματος, μετά τη λήξη του τρέχοντος τον ερχόμενο Αύγουστο, πολλοί πίστευαν ότι η αναφορά του Ιταλού αποτελούσε απλώς έναν ακόμη μοχλό πίεσης ενόψει των διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τους πιστωτές για τη μεταμνημονιακή σχέση των δύο πλευρών.
Ορισμένοι, μάλιστα, στο κυβερνητικό επιτελείο είχαν φτάσει στο σημείο να θεωρήσουν ότι η δήλωση του Draghi ήταν στοχευμένη. Πίστευαν ότι είχε το χαρακτήρα στήριξης προς τον Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος είχε αναφερθεί στην ανάγκη ύπαρξης προληπτικής γραμμής, σε μία εποχή που η κόντρα της κυβέρνησης με τον Έλληνα κεντρικό τραπεζίτη είχε κλιμακωθεί.
Είναι ακόμη ένα παράδειγμα που αποδεικνύει ότι το κυβερνητικό επιτελείο αρνείται να συμβιβαστεί με το γεγονός πως ο τραπεζικός κλάδος λειτουργεί υπό τον πλήρη εποπτικό έλεγχο της ΕΚΤ και δεν μπορεί να τεθεί υπό κρατικό κλοιό.
Αυτό που είπε τότε ο επικεφαλής της ΕΚΤ, είναι αυτό που επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία η πλειοψηφία των Ευρωπαίων αξιωματούχων. «Είναι στο χέρι της κυβέρνησης να αποφασίσει για το τέταρτο πρόγραμμα», είχε δηλώσει ο Draghi. Χθες, ο νέος πρόεδρος του Eurogroup, Mario Centeno, τόνισε ότι είναι στο χέρι της Ελλάδας το αν θα ζητήσει μία προληπτική γραμμή στήριξης μετά την έξοδο από το μνημόνιο.
Όλοι, λοιπόν, συμφωνούν: Είναι στο χέρι της ελληνικής κυβέρνησης το αν θα ζητήσει στήριξη μετά τον Αύγουστο. Οποιαδήποτε στήριξη. Το θέμα είναι τι θα κάνει αν δεν ζητήσει στήριξη, αλλά λειτουργεί μόνο υπό εποπτεία. Σε αυτό το σημείο έρχεται ο «ενοχλητικός» Γ. Στουρνάρας να υπενθυμίσει στην ουσία τους κανονισμούς της ΕΚΤ και να προειδοποιήσει για το πώς θα μας συμπεριφερθούν οι αγορές αν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες «εγγυήσεις».
Όπως συμβαίνει κάθε φορά που οι εξελίξεις δεν εξυπηρετούν τις πολιτικές σκοπιμότητες της κυβέρνησης, έτσι και σε αυτή την περίπτωση, όταν ο επικεφαλής του Eurogroup λέει «είναι στο χέρι της Ελλάδας» σημαίνει ότι η κυβέρνηση μπορεί να αποφασίσει μία «καθαρή» έξοδο, όταν, ωστόσο, η δήλωση γίνεται από τον Draghi, τότε εξυπηρετεί κάποια σκοτεινή σκευωρία για να παραμείνει η Ελλάδα σε μνημόνιο.
Η αλήθεια είναι ότι στη χθεσινή συνάντηση των Γιάννη Δραγασάκη, Ευκλείδη Τσακαλώτου και Γιώργου Χουλιαράκη με τους Mario Draghi, Benoit Coeure και Francesco Drudi, η ελληνική πλευρά δεν ανέμενε πολλά. Και αυτό διότι και οι τρεις Έλληνες αξιωματούχοι γνωρίζουν πολύ καλά τους κανονισμούς της ΕΚΤ.
Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση Τσίπρα επιδιώκει να μετατρέψει ένα οικονομικό ζήτημα σε στοιχείο πολιτικής διαπραγμάτευσης.
Όμως ο Draghi ήταν ξεκάθαρος. Το θέμα της εξαίρεσης των ελληνικών τίτλων, που συνεπάγεται ότι οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν πρόσβαση σε φθηνό χρήμα, εναπόκειται στους κανονισμούς που έχει θεσπίσει η ΕΚΤ μέσα στην κρίση. Οποιαδήποτε παρέκκλιση θα συνιστούσε «φάουλ» έναντι των υπολοίπων χωρών. Ο μόνος τρόπος για να αλλάξουν οι κανονισμοί και να συνεχίσει η ΕΚΤ να δίνει φθηνό χρήμα στις ελληνικές τράπεζες χωρίς να υπάρχει έστω μία προληπτική γραμμή στήριξης, είναι να αποφασίσει κάτι τέτοιο το διοικητικό της συμβούλιο, δηλαδή οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρωζώνης.
Ο Draghi με άλλα λόγια, απέκλεισε το ενδεχόμενο να δοθεί «χάρη» στην Ελλάδα μόνο και μόνο για να ικανοποιηθεί η κυβέρνηση, καθώς το σχέδιο που παρουσιάστηκε στερείται βασικών συνιστωσών: όρων και προϋποθέσεων. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ δεν θέλει σε καμία περίπτωση να κάνει μία υποχώρηση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί πολιτικά από τον κ. Τσίπρα. Και αυτό γιατί με το «μαξιλάρι ασφαλείας» των 10 ή 15 δισ. ευρώ που θα έχει συγκεντρώσει η κυβέρνηση, αν έχει και το waiver για τις τράπεζες, είναι πολύ πιο εύκολο να νομίζει ότι μπορεί να ξεφύγει από το δρόμο των μεταρρυθμίσεων και να ξεσπάσει μία νέα κρίση.