Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος και η τριπλή εκλογική αναμέτρηση σε διάστημα πέντε μηνών αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για την αναδιαμόρφωση του επενδυτικού τοπίου στην Ελλάδα την ώρα που οι κερδοσκόποι συνεχίζουν να κυριαρχούν με τις τοποθετήσεις τους στην εγχώρια αγορά. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ορισμένοι διαχειριστές κεφαλαίων επιμένουν να σορτάρουν τις ελληνικές τράπεζες κόντρα στο ευνοϊκό κλίμα που έχει διαμορφωθεί.
Από την ημέρα που η χώρα βγήκε επισήμως από τα μνημόνια έχει στηθεί στις πλάτες της ένα κερδοσκοπικό πάρτι με τεράστιες διακυμάνσεις. Ενδεικτικά, οι τραπεζικές μετοχές υποχώρησαν κατά 46% στο πεντάμηνο 21 Αυγούστου 2018- 21 Ιανουαρίου 2019, ενώ έχουν ενισχυθεί σε ποσοστό της τάξης του 75% έκτοτε, χωρίς ωστόσο να έχουν επιστρέψει στο επίπεδο άνω των 700 μονάδων που βρίσκονταν τον Αύγουστο. Το «πάρτι» αναμένεται να λήξει το βράδυ των βουλευτικών εκλογών όταν θα ξεκαθαρίσει ο ορίζοντας για το που πηγαίνει η χώρα και θα αρχίσουν να αυξάνονται οι θεσμικοί επενδυτές, περιορίζοντας έτσι το πεδίο για τους κερδοσκόπους.
Όσο και αν προσπαθεί ο Αλέξης Τσίπρας να βγάλει προς τα έξω το προφίλ του ισορροπιστή και του ανθρώπου που θα οδηγήσει τη χώρα στα προ κρίσης επίπεδα και στην κανονικότητα, η ελληνική οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη σε μία κατάσταση επενδυτικής λειψυδρίας με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσελκύσει μεγάλα θεσμικά χαρτοφυλάκια. Σήμερα, το επενδυτικό ισοζύγιο γέρνει προς τους κερδοσκόπους και μόνο αν αναβαθμιστεί η χώρα μέσα στον επόμενο χρόνο στην κατηγορία που την τοποθετεί αυτομάτως στα ραντάρ των μακροπρόθεσμων επενδυτών θα αλλάξει η κατάσταση.
Οι ιδιωτικοποιήσεις έχουν παγώσει και το ενδιαφέρον εστιάζεται αποκλειστικά και μόνο γύρω από τα «κόκκινα» δάνεια και τα ακίνητα-φιλέτα. Από το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών θα φανεί αν η νέα κυβέρνηση είναι αυτοδύναμη και ισχυρή για να εφαρμόσει μέτρα φιλικά προς τις αγορές και να «τρέξει» τις ιδιωτικοποιήσεις που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη.
Το πρώτο κύμα του μεταμνημονιακού «πάρτι» σημειώθηκε το τετράμηνο Σεπτεμβρίου – Δεκεμβρίου 2018 σε μία περίοδο τρομακτική τόσο για τα ελληνικά ομόλογα όσο και για το Χρηματιστήριο της Αθήνας. Η δεύτερη φάση ξεκίνησε στις αρχές του 2019 και συνεχίζεται έως σήμερα με ορίζοντα τις βουλευτικές εκλογές όποτε και αν αυτές διενεργηθούν. Η ευφορία, όμως, που επικρατεί στο πρώτο τετράμηνο του έτους για το σύνολο σχεδόν των ελληνικών assets αποδίδεται περισσότερο στο διεθνές κλίμα και στην προοπτική πολιτικής αλλαγής και πολύ λιγότερο στις θετικές εξελίξεις που πραγματικά έχουν σημειωθεί.
Την ερχόμενη Παρασκευή ο οίκος S&P αναμένεται να αναβαθμίσει το ελληνικό αξιόχρεο και να «ισοφαρίσει» την αξιολόγηση της Fitch όχι γιατί η Ελλάδα έκανε τίποτα φοβερό μετά τη λήξη του μνημονίου αλλά γιατί οι συγκυρίες επέτρεψαν μία σειρά θετικών γεγονότων, όπως η διπλή έξοδος στις αγορές και η μερική αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ. Ο βασικός καταλύτης για την επόμενη ημέρα στην Ελλάδα θα είναι η αποφασιστικότητα που θα δείξει η επόμενη κυβέρνηση σε αναπτυξιακά μέτρα, ανεξάρτητα από το διεθνές περιβάλλον.
Ο πρωθυπουργός, εξάλλου, διαψεύδεται σε κάθε πρόβλεψη για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις και το μόνο πεδίο στο οποίο εντυπωσιάζει είναι στο πρωτογενές πλεόνασμα, καθώς έχει «ξεζουμίσει» τους φορολογούμενους για να μπορεί να δώσει προεκλογικές παροχές. Όπως έγινε χθες γνωστό από την ΕΛΣΤΑΤ, το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 διαμορφώθηκε σε 8,149 δισ. ευρώ ή 4,4% του ΑΕΠ, ενώ το χρέος εκτινάχθηκε στα 334,5 δισ. ευρώ ή 181% του ΑΕΠ, έναντι 317 δισ. ευρώ ή 176% του ΑΕΠ το 2017, με στόχο τη δημιουργία του «μαξιλαριού».
Η κυβέρνηση που ήθελε να φέρει το οριστικό τέλος της λιτότητας πέτυχε πλεόνασμα-ρεκόρ για να χρηματοδοτήσει παροχές, μπλοκάροντας ταυτόχρονα την ανάπτυξη. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την Eurostat η Ελλάδα εμφάνισε το 5ο υψηλότερο δημοσιονομικό πλεόνασμα στην Ευρώπη (1,1%), πίσω από το Λουξεμβούργο (2,5%), τη Βουλγαρία (2%), τη Γερμανία (1,7%) και την Ολλανδία (1,5%). Όμως, σε επίπεδο χρέους η χώρα μας συνεχίζει να βρίσκεται... εκτός Ευρώπης.