Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Αντιμέτωποι με την υποχρέωση πληρωμής φόρου υπεραξίας θα βρεθούν από το 2018 όσοι αποφασίσουν να πωλήσουν σπίτια, λοιπά κτίσματα, οικόπεδα ή αγροτεμάχια. Οι δανειστές αρνήθηκαν (καθώς δεν πιέσθηκαν από την κυβέρνηση) να παραταθεί για ένα ακόμα έτος ο φόρος, με αποτέλεσμα χιλιάδες ιδιοκτήτες που θα προχωρήσουν στην πώληση ακινήτου να αναγκαστούν να πληρώσουν φόρο με συντελεστή 15% επί της υπεραξίας που θα προκύψει.
Παρά το γεγονός ότι ο φόρος ακινήτων έχει διαλύσει το σύνολο των ιδιοκτητών, έχει αυξηθεί η φορολογία για τα εισοδήματα από ενοίκια, ενώ ταυτόχρονα καθιερώνονται νέα πιστοποιητικά και έγγραφα που συνοδεύουν κάθε ακίνητο το κόστος των οποίων ξεπερνά τα 1.000 ευρώ, η κυβέρνηση δεν κατέβαλε κάποιες προσπάθειες ώστε να πείσει τους δανειστές για την ανάγκη να ανασταλεί η εφαρμογή του πολύπλοκου φόρου, τη στιγμή που η αγορά παραμένει εδώ και χρόνια «παγωμένη» και οι όποιες αγοραπωλησίες έχουν μειωθεί στο ελάχιστο. Ο φόρος, αναμένεται να εκτινάξει τα κόστη στην ήδη υπερφορολογημένη αγορά ακινήτων και θα πληγεί η όποια προσπάθεια ανάκαμψης της αναφέρουν στελέχη της αγοράς.
Υπενθυμίζεται ότι ο φόρος υπεραξίας επιβάλλεται με συντελεστή 15% στο κέρδος που προκύπτει ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης κάθε ακινήτου από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά. Επιβαρύνει τον πωλητή, ενώ ο αγοραστής οφείλει φόρο μεταβίβασης 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. Ο φόρος είχε ανασταλεί εξαιτίας της πολυπλοκότητας του, με αποτέλεσμα στους μήνες που εφαρμόστηκε να ακυρωθούν εκατοντάδες συμβόλαια.
Σύμφωνα με τον νόμο, εφόσον ο φορολογούμενος έχει διακρατήσει το ακίνητο που πωλεί για περισσότερα από πέντε έτη, η υπεραξία είναι αφορολόγητη μέχρι του ποσού των 25.000 ευρώ. Επίσης όσοι μεταβιβάσουν ακίνητα τα οποία έχουν στην κατοχή τους προ του 1995 απαλλάσσονται από το σχετικό φόρο.
Εφόσον προκύπτει φόρος, αυτός παρακρατείται από τον συμβολαιογράφο και αποδίδεται εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την υπογραφή του συμβολαίου, η οποία κατατίθεται αποκλειστικά στην τράπεζα έκδοσης της τραπεζικής επιταγής.
Για τον υπολογισμό του φόρου οι τιμές κτήσης και μεταβίβασης είναι αυτές που αναγράφονται στα συμβόλαια, ενώ εάν πρόκειται για ακίνητο το οποίο έχει αποκτηθεί από κληρονομιά, η τιμή κτήσης υπολογίζεται με βάση τον φόρο κληρονομιάς που είχε καταβληθεί (το ίδιο και για τις δωρεές - γονικές παροχές).
Σε κάθε άλλη περίπτωση όπου η τιμή κτήσης δεν μπορεί να προκύψει με βάση δημόσια έγγραφα (όπως π.χ. αυτεπιστασία ή αντιπαροχή) υπολογίζεται με βάση έναν μαθηματικό τύπο λαμβάνοντας υπ'' όψιν τον πληθωρισμό των ετών που έχουν μεσολαβήσει ανάμεσα στην απόκτηση και την πώληση.