Του Βασίλη Γεώργα
Την υπογραφή της σε μια πολύ σκληρή συμφωνία που θα δεσμεύει την Ελλάδα να λάβει νέα δημοσιονομικά μέτρα λιτότητας τόσο για το 2018 όσο και για τα επόμενα χρόνια καλείται να βάλει η κυβέρνηση για να κλείσει τη 2η αξιολόγηση και να λάβει ως αντάλλαγμα «μισή» λύση για την διευθέτηση του χρέους.
Οι αποφάσεις του σημερινού Eurogroup συμπυκνώνουν όλα όσα ήθελε να αποφύγει η κυβέρνηση, καθώς οδηγούν σύμφωνα με το σχετικό ανακοινωθέν στην υποχρέωση της Ελλάδας να λάβει επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα για να διασφαλίσει την επίτευξη του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% το 2018 και μεταξύ άλλων να προχωρήσει τις αλλαγές στα εργασιακά.
Το είδος και το ύψος των παρεμβάσεων ώστε να καλυφτεί το δημοσιονομικό κενό του 2018 που σύμφωνα με την κυβέρνηση κυμαίνονταν κοντά στα 150 εκατ. ευρώ αλλά σύμφωνα με πηγές των δανειστών είναι πολλαπλάσιο, δεν είναι γνωστά και θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τα κλιμάκια των δανειστών που πρόκειται να επιστρέψουν άμεσα στην Ελλάδα.
Από το ανακοινωθέν του χθεσινού Eurogroup και τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις που ακολούθησαν, προκύπτει ότι οι δανειστές υποχρεώνουν την ελληνική κυβέρνηση να λάβει επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα όχι μόνο για να καλύψει το δημοσιονομικό κενό του 2018, αλλά και για να επιτύχει τον στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% και τα επόμενα χρόνια.
Το είδος και το ύψος των παρεμβάσεων ώστε να επιτευχθεί ο στόχος για πλεόνασμα 6,5 δις. ευρώ το 2018 (σύμφωνα με την κυβέρνηση το κενό κυμαίνεται κοντά στα 150 εκατ. ευρώ αλλά σύμφωνα με πηγές των δανειστών είναι πολλαπλάσιο), δεν είναι γνωστά και θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τα κλιμάκια των δανειστών που πρόκειται να επιστρέψουν άμεσα στην Ελλάδα.
Νέα μέτρα και μετά το 2018
Το χειρότερο νέο από το χθεσινό Eurogroup δεν είναι τα πρόσθετα μέτρα για το 2018, αλλά η κοινή θέση των δανειστών να συμφωνηθούν και να περιγραφούν εκ των προτέρων μόνιμα μέτρα που θα διασφαλίζουν την διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% του ΑΕΠ και για τα επόμενα χρόνια.
Η ευρωζώνη επιμένει στην «θολή» διατύπωση για τους μελλοντικούς στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων, το ύψος των οποίων είναι καθοριστικό και για την έκταση της αναδιάρθρωσης χρέους που θα γίνει -όταν και αν χρειαστεί- μετά το τέλος του προγράμματος το 2018.
Η Γερμανία δια του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε φέρεται να επιμένει στον στόχο του 3,5% για δέκα χρόνια ώστε να μην χρειαστούν νέες παρεμβάσεις ελάφρυνσης του χρέους, ενώ η καλύτερη πρόταση που ακούστηκε από την πλευρά της Ευρώπης ήταν εκείνη του Πιέρ Μοσκοβισί για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% επί μια πενταετία, δηλαδή μέχρι και το 2023.
Στο ανακοινωθέν πάντως επισημαίνεται ότι ο στόχος του 3,5% «θα πρέπει να διατηρηθεί μεσοπρόθεσμα». Αλλά αναφέρεται ότι σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα θα πρέπει να συμφωνήσει με τους θεσμούς αφενός σε ένα μηχανισμό και αφετέρου σε διαρθρωτικά μέτρα που θα εξασφαλίζουν τους στόχους αυτούς μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Ο χρόνος διατήρησης των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% και το είδος των δημοσιονομικών μέτρων που ζητείται να αποφασίσει η Ελλάδα είναι αδιευκρίνιστα και η διατύπωση αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά: από το να παραταθεί ή να τροποποιηθεί ο «κόφτης δαπανών» για να καλυφθεί ένα μέρος των δημοσιονομικών απαιτήσεων, μέχρι να εξειδικευτούν συγκεκριμένες περικοπές όπως έχει ζητήσει το ΔΝΤ με άξονα τις συντάξεις και το ύψος του αφορολόγητου. Οι απαντήσεις αυτές θα διευκρινιστούν επίσης στην Αθήνα με την επιστροφή των δανειστών, αλλά η λήψη νέων μέτρων διαρθρωτικού χαρακτήρα, δείχνει να είναι αναπόφευκτη, είτε από την σημερινή είτε από μια μελλοντική κυβέρνηση.
Το ΔΝΤ θέλει περικοπές δαπανών
Το ερώτημα για το αν και πότε θα μετάσχει τελικά το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα δεν απαντήθηκε χθες. Θα ξεκαθαρίσει πιθανόν μέσα στις επόμενες εβδομάδες, όμως, αν κάτι έγινε σαφές από τις διαρροές στελεχών του είναι πως «τα βρίσκει» με την Ευρώπη στον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων υπό τον όρο ότι θα αποφασιστούν μέτρα για τη μείωση των δαπανών στο ασφαλιστικό και την αύξηση των εσόδων από τη φορολογία μέσω της μείωσης του αφορολόγητου ορίου.
Το 2018 η νέα συζήτηση για το χρέος
Σε κάθε περίπτωση έγινε σαφές από τώρα, ότι τυχόν «μεσοπρόθεσμα» μέτρα για το χρέος πρόκειται να συζητηθούν ξανά μετά τις γερμανικές εκλογές ή πιο σωστά, μετά το τέλος του 3ου μνημονίου το καλοκαίρι του 2018.
Όπως επισήμανε ο Γ. Ντάιζελμπλουμ, «θα δούμε ξανά στα μέσα του 2018 τι ζητήματα προκύπτουν στη βιωσιμότητα του χρέους, και μόνο αν κριθεί απαραίτητο θα λάβουμε περισσότερα μέτρα". Αυτό επειδή σύμφωνα με τον ίδιο, το Eurogroup δεν μπορεί να εκτιμήσει από τώρα τι είδους παρεμβάσεις χρειάζονται από τη στιγμή που αυτό θα εξαρτηθεί από την επιτυχία ή αποτυχία του ελληνικού προγράμματος αλλά και των βραχυπρόθεσμων μέτρων που συμφωνήθηκαν.
Κατά τον πρόεδρο του Eurogroup μάλιστα «το ΔΝΤ κατανοεί ότι η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους θα πρέπει να γίνει μετά το τέλος του προγράμματος το 2018, και βρίσκεται σε κοινό έδαφος με την Ευρώπη».
Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που αν κλείσει η συμφωνία, θα ξεκινήσουν να εφαρμόζονται σε μερικές εβδομάδες και θα διαρκέσουν «κάποιους μήνες», οδηγούν σε μείωση 21,8% την καθαρά παρούσα αξία του ελληνικού χρέους το 2060.
Αλλά σε αντίθεση με τις προσδοκίες που καλλιεργεί η κυβέρνηση ότι «θα γίνουν άμεσα αντιληπτά από τον κόσμο» δεν θα έχουν ουσιαστική επίπτωση πριν το 2030-2040. Για τα πρώτα χρόνια μάλιστα θα προκύψουν επιβαρύνσεις για την Ελλάδα επειδή τα επιτόκια για ένα σημαντικό τμήμα του χρέους θα κλειδώσουν σε υψηλότερα επίπεδα από τα σημερινά (περίπου 1,5%) ώστε να αποφευχθεί ακόμη μεγαλύτερη αύξησή τους στο μέλλον.