Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Πολλές φορές γινόμαστε κουραστικοί αλλά αυτή η κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι δεν θέλει να κάνει αυτά που πρέπει για να προσελκύσει επενδύσεις. Και επειδή οι επενδύσεις έχουν γίνει μία εύκολη «καραμέλα», αξίζει να δούμε με στοιχεία το κατά πόσο επηρεάζεται η ανάπτυξη από το γεγονός ότι ο Αλέξης Τσίπρας αποτυγχάνει να φέρει νέες επενδύσεις στη χώρα και να δώσει κίνητρα για να επιστρέψουν οι νέοι επιστήμονες που μετανάστευσαν μέσα στην κρίση.
Μπορεί η χώρα μας να έχει επιστρέψει σε ρυθμούς ανάπτυξης, κάτι που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το ΑΕΠ εμφανίζει μεγέθυνση στα τελευταία 6 τρίμηνα, ωστόσο το χάσμα με την Ευρώπη παραμένει μεγάλο. Από τις αρχές του 2017 έως το β' τρίμηνο του 2018 η χώρα αναπτύχθηκε κατά μέσο όρο με 1,6%, όταν η Ευρώπη ανακάμπτει ταχύτατα από την κρίση και «τρέχει» με 2,3%.
Σύμφωνα με μελέτη της Eurobank, οι παράγοντες που θα κρίνουν το μέγεθος της αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας στο μέλλον, είναι, μεταξύ άλλων, η αύξηση του κατά κεφαλήν κεφαλαίου μέσω της ανόδου των επενδύσεων, η ενίσχυση του ανθρώπινου κεφαλαίου μέσω της δημιουργίας κινήτρων για επιστροφή των νέων επιστημόνων που μετανάστευσαν στο εξωτερικό και η ανάπτυξη και υιοθέτηση νέων τεχνολογιών μέσω της ενίσχυσης της εισροής άμεσων ξένων επενδύσεων. Οι παράγοντες, δηλαδή, που επηρεάζουν την παραγωγικότητα εργασίας, έναν τομέα στον οποίο η Ελλάδα είναι ουραγός της Ευρώπης.
Τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει σήμερα και την απόλυτη ευθύνη την έχει ο πρωθυπουργός καθώς η κυβέρνηση είναι μετεξεταστέα στην προσέλκυση επενδύσεων και σε οτιδήποτε άλλο επηρεάζει την παραγωγικότητα της εργασίας. Όσο η Ελλάδα δεν τα καταφέρνει στην αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας, τόσο το ΑΕΠ θα παραμένει εγκλωβισμένο σε ρυθμούς που προβλέπει το ΔΝΤ, ήτοι της τάξης του 1% μακροπρόθεσμα.
Αν λάβουμε, δε, υπόψη και το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία προέρχεται από σχεδόν μία δεκαετία ύφεσης κατά την οποία χάθηκε πάνω από το 25% του ΑΕΠ, τότε θα έπρεπε όχι να συμβαδίζουμε με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους αλλά να σημειώνουμε τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτό, όμως, δεν ισχύει και η κυβέρνηση συνεχίζει να παρουσιάζει την κατάσταση σαν να μη συμβαίνει τίποτα αρνητικό. Για πολλοστή φορά θα πούμε ότι η ανάπτυξη της τάξης του 1%-1,5% ή ακόμη και 2% (αν φτάσουμε φέτος, κάτι που ακόμη και σήμερα είναι εξαιρετικά αβέβαιο), στην ουσία δεν βγάζει τη χώρα από την κρίση. Και αυτό γιατί με τους υφιστάμενους ρυθμούς ανάπτυξης θα χρειαστούμε 10, 15 ή ακόμη και 20 χρόνια για να επιστρέψουμε στα προ κρίσης επίπεδα.
Στόχος του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης θα έπρεπε να είναι η ταχύτερη δυνατή επιστροφή στα προ κρίσης επίπεδα, τουλάχιστον σε όρους ΑΕΠ, και όχι απλά η οποιαδήποτε ανάπτυξη απλά για να λέμε ότι αναπτυσσόμαστε και ότι τα κάναμε καλύτερα από τους προηγούμενους.
Τα στοιχεία που παραθέτει η Eurobank στο τελευταίο τεύχος του δελτίου «7 Ημέρες Οικονομία» είναι εντυπωσιακά. Σύμφωνα με τη μελέτη του τμήματος οικονομικών αναλύσεων της τράπεζας, η Ελλάδα δεν μπορεί να φτάσει τους ρυθμούς ανάπτυξης των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών γιατί υπολείπεται σημαντικά στον τομέα της παραγωγικότητας της εργασίας.
Την ώρα που η Ελλάδα εμφάνισε μέσο ρυθμό ανάπτυξης 1,6% στα τελευταία 6 τρίμηνα, ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε. των 28 ήταν 2,3%. Τα στοιχεία είναι ιδιαίτερα απογοητευτικά καθώς σε όρους αύξησης της παραγωγικότητας εργασίας η Ελλάδα είχε την 23η καλύτερη επίδοση και ως εκ τούτου ο μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στη χώρα μας ήταν ο 4ος χαμηλότερος στην Ε.Ε.
Προσεγγιστικά, η ανάπτυξη, ήτοι ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης, ισούται με το άθροισμα των ρυθμών μεταβολής τριών μεταβλητών: Πραγματικό ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας (παραγωγικότητα εργασίας), ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο (ένταση χρησιμοποίησης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας) και αριθμός απασχολούμενων.
Όπως τονίζεται στη μελέτη της Eurobank, η πορεία των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων, η εφαρμογή πολιτικών για την αποδέσμευση των υπαρχόντων πόρων από μη παραγωγικές χρήσεις και τη δημιουργία κινήτρων για τη συσσώρευση νέων, δηλαδή όλοι αυτοί οι παράγοντες που επηρεάζουν την παραγωγικότητα της εργασίας, θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό το μέγεθος της αναπτυξιακής δυναμικής που αναμένεται να ακολουθήσει η ελληνική οικονομία στο μέλλον.