Του Γιώργου Φιντικάκη
Διαγωνισμός μόνο με λιγνίτες και χωρίς νερά, δύσκολα θα βρει ανταπόκριση στους επενδυτές. Την άποψη αυτή, κοινή πλέον ανάμεσα σε αρκετούς παίκτες της ενεργειακής αγοράς ως προς το επικείμενο market test του Οκτωβρίου για την πώληση λιγνιτικών μονάδων, διατύπωσε χθες μιλώντας προς τους αναλυτές και ο Ευάγγελος Μυτιληναίος, επικεφαλής του ομώνυμου ομίλου κατά την συζήτηση για τα εταιρικά αποτελέσματα εξαμήνου.
Η δήλωση έχει αναμφίβολα τη σημασία της, υπό την έννοια ότι είναι η πρώτη φορά που ο κ. Μυτιληναίος τοποθετείται δημόσια για την υπόθεση των λιγνιτών, δίχως ωστόσο να αποτελεί έκπληξη. Είναι εδώ και καιρό κοινή θέση ανάμεσα στους ενεργειακούς παίκτες ότι "χωρίς νερό, o λιγνίτης δεν καταπίνεται", άποψη που είχε ήδη μεταφέρει από τον Απρίλιο στον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γ. Σταθάκη, αντιπροσωπεία Ελλήνων και Ιταλών της εταιρείας Elpedison. Τότε, και στο ερώτημα του υπουργού κατά πόσο η Elpedison θα ενδιαφερόταν να συμμετάσχει στο διαγωνισμό, ο κ. Σταθάκης είχε εισπράξει ένα ευγενικό "ευχαριστούμε αλλά όχι", αφού όπως του είχαν κάνει σαφές οι συνομιλητές του, για να συμβεί το αντίθετο, θα πρέπει το μείγμα να έχει και υδροηλεκτρικά.
Πάνω- κάτω, αυτό επανέλαβε και χθες, ο κ. Μυτιληναίος. "Δεν είμαι πολύ αισιόδοξος σχετικά με το εγχείρημα της πώλησης λιγνιτικών μονάδων χωρίς υδροηλεκτρικά. Από μόνοι τους οι λιγνίτες θα είναι σίγουρα πολύ δύσκολη δουλειά για τη ΔΕΗ να τους πουλήσει", ανέφερε χαρακτηριστικά απαντώντας σε σχετική ερώτηση κατά τη διάρκεια του conference call.
Η αλήθεια είναι πως όσο και να επιθυμεί ένας ιδιώτης να αποκτήσει λιγνιτικές μονάδες και ορυχεία για να ελέγχει ο ίδιος το κόστος του ρεύματος που πουλάει, άλλο τόσο δεν είναι διατεθειμένος να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη, όταν η ευρωπαϊκή πολιτική για την κλιματική αλλαγή έχει καταστήσει τα στερεά καύσιμα επένδυση ασύμφορη. Παντού σήμερα στην Γηραιά Ηπειρο επικρατεί η λογική της απανθρακοποίησης. Την ίδια στιγμή, το κόστος παραγωγής για ένα λιγνιτικό εργοστάσιο της ΔΕΗ υπολογίζεται σε 50-60 ευρώ η μεγαβατώρα, αλλά το 2030 αναμένεται να έχει εκτιναχθεί κοντά στα 100 ευρώ. Και αυτό, καθώς οι τιμές δικαιωμάτων ρύπων πρόκειται σύμφωνα με μελέτη της ίδιας της Κομισιόν να σκαρφαλώσουν από τα 5 ευρώ / τόνο CO2 σήμερα, σε πάνω από 30 ευρώ το 2030. Υπό ποιες επομένως προϋποθέσεις είναι δυνατόν να καταστεί ελκυστική μια επένδυση στο λιγνίτη; Μόνο εφόσον η απόκτηση της εγκατάστασης είναι χαμηλής αξίας.
Στην πραγματικότητα δεν συμφέρει κανέναν η αγορά λιγνιτικού εργοστασίου και ορυχείου, παρά μόνο εάν το τίμημα είναι εξαιρετικά χαμηλό, κάτι που δύσκολα όμως θα μπορούσαν να δεχθούν αφενός το Διοικητικό Συμβούλιο της ΔΕΗ, καθώς λογοδοτεί στους μετόχους της, αφετέρου οι τράπεζες, οι οποίες και έχουν θέσει την επιχείρηση σε ένα είδος επιτροπείας.
Η αφαίρεση από το κύριο σώμα της περιουσιακών στοιχείων, όπως οι λιγνιτικές μονάδες, εφόσον δεν συνοδευτεί από υψηλά τιμήματα, θα απομειώσει περαιτέρω την αξία της επιχείρησης, και άρα θα καταστήσει ακόμη πιο αβέβαιη την μελλοντική αποπληρωμή των υποχρεώσεών της, αλλά και την σύναψη νέων δανείων.
Παρ' όλα αυτά η κυβέρνηση καλλιέργησε από την πρώτη στιγμή ένα κλίμα αισιοδοξίας ότι υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον "και μάλιστα πολύ ισχυρό" για το λιγνιτικό δυναμικό που θα μπει προς πώληση στον ταινιόδρομο του μνημονίου.
Το μείγμα ωστόσο που συμπεριέλαβε στην πρόταση την οποία και απέστειλε τον Ιούλιο στις Βρυξέλλες, δεν φαίνεται να έχει ενθουσιάσει κανένα. Ούτε την Κομισιόν, ούτε και την αγορά. Θυμίζουμε ότι η ελληνική πρόταση αφορά μια σύγχρονη μονάδα λιγνίτη, δηλαδή την Μελίτη Ι, μαζί με την άδεια για την Μελίτη ΙΙ, και δύο παλαιές, εκείνες του Αμυνταίου, οι οποίες χρήζουν γερής αναβάθμισης, και με τροφοδοσία σε καύσιμο που προβληματίζει. Τρεις δηλαδή υφιστάμενες μονάδες, συν μια άδεια για καινούργια, μαζί με τα ορυχεία που τις προμηθεύουν, δηλαδή του Αμύνταιου, το οποίο και κατέρρευσε, της Λακκιάς, και της Βεύης. Η διάρκεια ζωής των μονάδων του Αμυνταίου εκπνέει κανονικά το 2020, και για να παραταθεί για 15 ακόμη χρόνια, εκτιμάται ότι θα απαιτηθεί επένδυση της τάξης των 100 εκατ. ευρώ.