Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η άνοδος των τραπεζικών μετοχών κατά περίπου 30% τον τελευταίο μήνα έχει ανοίξει τη συζήτηση για το μέλλον του κλάδου στο χρηματιστηριακό ταμπλό και για το κατά πόσο μπορούν να ανακτήσουν τουλάχιστον ένα μέρος από τη… χαμένη αίγλη και το ενδιαφέρον του επενδυτικού κοινού, μετά από τρεις γύρους ανακεφαλαιοποίησης.
Παρά την κατάρρευση των μετοχών τα προηγούμενα χρόνια, η εν λόγω άνοδος θεωρείται αξιοπρόσεχτη διότι σημειώθηκε σε περιβάλλον αναταράξεων μετά τη νίκη του Donald Trump και την αβεβαιότητα γύρω από το ιταλικό δημοψήφισμα και γενικότερα τον ιταλικό τραπεζικό κλάδο.
Σύμφωνα με αναλυτές της Bank of America Merrrill Lynch, οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι παραμένουν… άθικτοι, καθώς το δύσκολο κομμάτι της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων τοποθετείται από το 2018 και μετά, ενώ η ελληνική οικονομία πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να επιστρέψει για τα καλά σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και πρωτογενή πλεονάσματα-μαμούθ.
Από την πλευρά της η Citi εκτιμά ότι οι θετικοί καταλύτες υπερκαλύπτουν τους υφιστάμενους κινδύνους. Αν και υπάρχουν, λοιπόν, ακόμη αρκετές «ενεργές» εστίες αβεβαιότητας, οι συστάσεις ορισμένων επενδυτικών οίκων αναβαθμίζονται σε «buy», οι τιμές-στόχοι μεγαλώνουν και οι προοπτικές γίνονται πιο ξεκάθαρες, όπως σημειώνει η Eurobank Equities, υπό την προϋπόθεση ότι το πρόγραμμα υλοποιείται χωρίς πισωγυρίσματα. Άλλοι οίκοι, ωστόσο, συνεχίζουν να παρακολουθούν στενά τον κλάδο και κινούνται πιο επιφυλακτικά, περιμένοντας περισσότερες θετικές εξελίξεις.
Η εν λόγω θετική πορεία ξεκίνησε ουσιαστικά στις 15 Νοεμβρίου όταν ο τραπεζικός δείκτης διαμορφώθηκε στις 642 μονάδες για να αναρριχηθεί έως τις 21 Δεκεμβρίου στις 839,88 μονάδες. Οι αναλυτές δηλώνουν συγκρατημένα αισιόδοξοι, τονίζοντας ωστόσο σε κάθε ευκαιρία ότι οι τράπεζες «δεν… παίζουν μόνες του», που σημαίνει πως δεν μπορούν εύκολα να ξεφύγουν για τα επόμενα χρόνια από την ταύτιση με τις εξελίξεις στην οικονομία και στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs).
Οι φόβοι, άλλωστε, μίας τέταρτης στη σειρά ανακεφαλαιοποίησης, στην περίπτωση που πάρουν αρνητική τροπή οι εξελίξεις στο μέτωπο της ανάπτυξης και των «κόκκινων» δανείων, είναι αυτοί που συντηρούν σε μεγάλο βαθμό την… ανασφάλεια και την αβεβαιότητα για τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο.
Η βασική εξέλιξη που εν μέρει αλλάζει τα δεδομένα - μετά την επαναφορά του waiver το περασμένο καλοκαίρι - δεν είναι δυστυχώς η ένταξη των ελληνικών τίτλων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ, όμως θα μπορούσε να αποδειχθεί μελλοντικά ακόμη πιο σημαντική. Είναι η εκπόνηση του τριετούς και αναλυτικού για κάθε κατηγορία δανείων, σχεδίου με στόχο τη μείωση των NPEs κατά περίπου 40 δισ. ευρώ έως το 2019.
Αυτό που ουσιαστικά ικανοποιεί τους αναλυτές είναι ότι κατ' αρχάς υπάρχει ένα σχέδιο, ένας οδικός χάρτης, εκεί που μέχρι πριν λίγο καιρό κανείς δεν γνώριζε πως θα «τρέξει» η διαδικασία. Από τη στιγμή, μάλιστα, που σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, κ. Γιάννη Στουρνάρα θα υπάρξουν ρυθμιστικές και διοικητικές κυρώσεις για τις τράπεζες που δεν πιάνουν τους στόχους, το πλαίσιο θεωρείται ακόμη πιο αποτελεσματικό από τους αναλυτές.
Κολλημένες… με την οικονομία οι επιδόσεις των τραπεζών
Ανάλογο ήταν το κλίμα που εισέπραξαν από τη διεθνή επενδυτική κοινότητα οι τράπεζες στις συναντήσεις που είχαν σε Λονδίνο και Ν. Υόρκη νωρίτερα μέσα στον Δεκέμβριο.
Οι επενδυτές ενδιαφέρονται για τις ελληνικές μετοχές, όμως ακόμη δεν… αγγίζουν, καθώς τηρούν στάση αναμονής σε ότι αφορά τόσο την υλοποίηση του προγράμματος από την κυβέρνηση όσο και στην αποτελεσματικότητα της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων. Επισημαίνουν δε, ότι εξελίξεις όπως η ένταξη στο QE, η έξοδος της χώρας στις αγορές και η σοβαρή χαλάρωση των capital controls πρέπει να πραγματοποιηθούν και να δώσουν ώθηση για την έξοδο από την κρίση.
Η τροχιά που ακολούθησε ο τραπεζικός δείκτης στο χρηματιστήριο της Αθήνας μέσα στο 2016 είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τα γεγονότα που σημάδεψαν την ελληνική οικονομία και κατ' επέκταση τις ελληνικές τράπεζες. Αναλυτές των μεγαλύτερων επενδυτικών οίκων όπως η Bank of America Merrill Lynch, η Citi και η JPMorgan, εκτιμούν ότι η συγκεκριμένη «σχέση» θα συνεχιστεί μέσα στο 2017.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το υψηλό έτους καταγράφηκε τη Δευτέρα 23 Μαΐου, όταν έκλεισε η συμφωνία για την πρώτη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος, με τον δείκτη να διαμορφώνεται στις 1.237,6 μονάδες.
Μετά από σημαντική πτώση μέσα στον Ιούνιο οι εκτιμήσεις για παραμονή της Μ. Βρετανίας στην Ε.Ε. τον έφεραν στο υψηλό μήνα στις 1.032,92 μονάδες στις 23 Ιουνίου για να υποχωρήσει κατά 8% όταν το Brexit κλόνισε τις παγκόσμιες αγορές. Στη συνέχεια, οι τράπεζες, όχι μόνο στην Ελλάδα, σταθεροποιήθηκαν και κινήθηκαν σε σχετικά στενό εύρος μέχρι και τις 15/11 όταν ξεκίνησε η άνοδος που κρατάει έως σήμερα.
Όσο για τα περιθώρια μελλοντικής ανόδου, η BofAML δίνει τιμή-στόχο στα 0,27 ευρώ για την ΕΤΕ, στα 2,27 ευρώ για την Alpha Bank, στα 0,70 ευρώ για την Eurobank και για στα 0,22 ευρώ για την Τρ. Πειραιώς, ενώ η πιο... αισιόδοξη Citi δίνει τιμή-στόχο στα 0,30 για την ΕΤΕ, στα 2,50 για την Alpha Bank, στα 0,95 ευρώ για την Eurobank και στα 0,30 ευρώ για την Τρ. Πειραιώς. Τέλος, η Eurobank Equities δίνει τιμή-στόχο στα 0,40 ευρώ για την ΕΤΕ, στα 2,79 ευρώ για την Alpha Bank και στα 0,26 ευρώ για την Τρ. Πειραιώς.
Σημειώνεται ότι στη συνεδρίαση της Τετάρτης 21 Δεκεμβρίου, η ΕΤΕ ολοκλήρωσε τις συναλλαγές στα 0,245 ευρώ, η Alpha Bank στα 1,92 ευρώ, η Eurobank στα 0,64 ευρώ και η Τρ. Πειραιώς στα 0,209 ευρώ.