Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Θα καταφέρουν οι ελληνικές τράπεζες να ξεφύγουν από τη… μέγγενη των «κόκκινων» δανείων και να απελευθερώσουν κεφάλαια για την χρηματοδότηση της οικονομίας; Ή θα βρεθούν αντιμέτωπες με μία νέα ανακεφαλαιοποίηση την ώρα που το διεθνές περιβάλλον καθιστά πολύ δύσκολη την εξεύρεση κεφαλαίων, ενώ βρίσκεται σε εφαρμογή και ο κανόνας του bail-in;
Την περασμένη Παρασκευή η Bank of America Merrill Lynch εξέδωσε μία ιδιαίτερα «σκληρή» έκθεση της για τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο και τις προοπτικές του, στην οποία εκτιμά ότι το ζήτημα των «κόκκινων» δανείων ενδέχεται να κοστίσει τις ελληνικές τράπεζες 13 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με την ανάλυση της αμερικανικής τράπεζας - για την οποία ωστόσο οι αναλυτές της σημειώνουν ότι δίνει απλώς μία εικόνα του προβλήματος καθώς δεν υπάρχουν λεπτομερή στοιχεία από όλες τις τράπεζες – το ποσό αυτό αφορά στη διαφορά μεταξύ των προβληματικών δανείων και της συνολικής κάλυψής τους.
Το επίπεδο της κάλυψης μέσω προβλέψεων που έχουν λάβει οι ελληνικές τράπεζες για τα «κόκκινα» δάνεια δεν θεωρείται χαμηλό έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Θεωρείται, ωστόσο, χαμηλό σύμφωνα με την BofAML αν εστιάσουμε στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) και όχι στα NPLs, αν εξαιρέσουμε τον αναβαλλόμενο φόρο από τα κεφάλαια και αν συγκρίνουμε τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο με αναδυόμενες αγορές και όχι ανεπτυγμένες.
Το θέμα του αναβαλλόμενου φόρου είναι πολύ σημαντικό. Σημειώνεται ότι σε συνέντευξή του στο Liberal, ο υπεύθυνος για τις ελληνικές τράπεζες αναλυτής της Moody's κ. Νώντας Νικολαΐδης, είχε επισημάνει ότι όσο υπάρχουν τα DTAs στον ισολογισμό – σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούν τα μισά κεφάλαια των τραπεζών – θεωρούνται μειωμένης ποιότητας κεφάλαια, άσχετα αν η ΕΚΤ μέχρι σήμερα αναγνωρίζει την αναβαλλόμενη φορολογία ως common equity tier 1.
Η BofAML αναφέρει ότι το ποσό των 13 δισ. ευρώ αντιστοιχεί στο 37% των κεφαλαίων που δηλώνουν οι τράπεζες και στο 6,1% του σταθμισμένου ενεργητικού. Με άλλα λόγια, αν οι τράπεζες αν έπρεπε σήμερα να επιλύσουν οριστικά το θέμα και να αναλάβουν το κόστος, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας θα υποχωρούσαν έως και 6,1 ποσοστιαίες μονάδες.
Την ίδια ώρα, η BofAML εκτιμά ότι θα χρειαστούν έως και 15 χρόνια για να επιλυθεί το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων μέσω της φυσικής ανάκαμψης του πιστωτικού κύκλου. Δηλαδή, στην περίπτωση που δεν υπάρξει ταχεία και αποτελεσματική διαχείρισή τους μέσω διαγραφών, πωλήσεων και άλλων πρακτικών.
Οι διαθέσιμες επιλογές
Υπάρχουν τέσσερις διαθέσιμοι τρόποι για να περιοριστούν τα 116 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) των ελληνικών τραπεζών. Καθένας από αυτούς έχει τα θετικά και τα αρνητικά του, ωστόσο είναι βέβαιο ότι απαιτούνται θυσίες από πλευράς τραπεζών.
Το βασικό συμπέρασμα των αναλυτών που παρακολουθούν τις ελληνικές τράπεζες, είναι ότι η βιώσιμη ανάκαμψη σε συνδυασμό με τη σωστή και αποτελεσματική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων θα διώξουν κάθε ανησυχία σχετικά με την πιθανότητα νέας ανακεφαλαιοποίησης.
Ας δούμε τα θετικά και τα αρνητικά των επιλογών που βρίσκονται στο… τραπέζι για τη μείωση των NPEs.
Η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων μπορεί να γίνει είτε από μία κεντρική bad bank, είτε μέσω των ειδικών εσωτερικών τμημάτων που έχουν δημιουργήσει οι τράπεζες. Εναλλακτικά, υπάρχει και η λύση της συνεργασίας των τραπεζών με ξένα funds που δραστηριοποιούνται στο κομμάτι της διαχείρισης απαιτήσεων, όπως η Manco που αποτελεί συνεργασία των Alpha Bank και Eurobank με το αμερικανικό fund KKR και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD).
Bad bank
Η λύση της κεντρικής bad bank εξετάστηκε αλλά δεν προχώρησε στη χώρα μας για διάφορους λόγους. Αν είχε προχωρήσει θα μπορούσε να αναλάβει έως και 116 δις. ευρώ, δηλαδή το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Στην Ιρλανδία η NAMA έχει καταφέρει να ανακτήσει σημαντικά ποσά στα χρόνια που λειτουργεί, ενώ παραδείγματα επίσης υπάρχουν στην Ισπανία (SAREP) και πολύ πρόσφατα στην Ιταλία, αφού το ειδικό ταμείο Atlante, έχει την αποστολή να αγοράσζει προβληματικά δάνεια και να συνδράμει σε περίπτωση ανακεφαλαιοποίησης.
Στην περίπτωση της bad bank, οι τράπεζες ωφελούνται από την απελευθέρωση κεφαλαίων καθώς ξεφορτώνονται προβληματικά στοιχεία ενεργητικού. Στον αντίποδα, οι κεντρικές bad bank χρηματοδοτούνται συνήθως από το κράτος, κάτι που πολύ δύσκολα θα μπορούσε να γίνει στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα αποτελούν «ακριβές» λύσεις για το δημόσιο, σε μία περίοδο συνθηκών ακραίας έλλειψης ρευστότητας.
Εσωτερικές μονάδες
Τα ειδικά τμήματα που συνέστησαν τα τελευταία χρόνια και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν φέρει κάποια αποτελέσματα, ωστόσο η διαδικασία διαχείρισης έχει παραμείνει σε αρχικό στάδιο. Η Alpha Bank έχει μεταφέρει 27 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και η Τρ. Πειραιώς 32 δισ. ευρώ. Ελαφρώς λιγότερα είναι τα δάνεια που εκτιμάται ότι έχουν μεταφερθεί σε στα αντίστοιχα τμήματα των Eurobank και ΕΤΕ.
Ενώ οι τράπεζες ωφελούνται από το γεγονός ότι διαχειρίζονται μόνες τους τα δάνεια, το κακό είναι ότι οι επισφαλείς χορηγήσεις συνεχίζουν και επιβαρύνουν τον ισολογισμό τους, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται εύκολα δυνατή η απελευθέρωση κεφαλαίων.
Ιδιωτικές πλατφόρμες
Η Manco είναι η πρώτη ένδειξη των προθέσεων των τραπεζών να συνεργαστούν με ξένες εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, ενώ η Alpha Bank προχωρά και σε νέα συνεργασία με την ισπανική Aktua για δάνεια λιανικής. Πληροφορίες αναφέρουν ότι και η Εθνική Τράπεζα βρίσκεται σε συζητήσεις για να δημιουργήσει πλατφόρμα διαχείρισης δανείων σε συνεργασία με ξένα σχήματα.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η κοινή πλατφόρμα εισπράττει μία προμήθεια διαχείρισης καθώς και ποσοστό από την ανάκτηση κεφαλαίων που ξεπερνά τους βασικούς στόχους. Στο παράδειγμα της Manco, το fund KKR και η EBRD παρέχουν την απαιτούμενη χρηματοδότηση, ενώ η Alpha Bank και η Eurobank διατηρούν τα δικαιώματα διαχείρισης και προμηθειών. Το αρνητικό για τις τράπεζες είναι αν η ανάκαμψη είναι μεγαλύτερη του αναμενόμενου αναγκάζονται να μοιραστούν το όφελος με άλλους επενδυτές, την ώρα που τα «κόκκινα» δάνεια παραμένουν στον ισολογισμό.
Πωλήσεις δανείων
Οι πωλήσεις δανείων δεν έχουν ξεκινήσει και το μεγάλο πρόβλημα είναι οι τιμές που προσφέρονται. Μένει να δούμε αν οι τράπεζες να αναγκαστούν κάποια στιγμή να πουλήσουν δάνεια σε μη συμφέρουσες τιμές, πιθανότητα που «υπαινίσσονται» αρκετοί αναλυτές.
Διαγραφές δανείων
Οι διαγραφές δανείων στις οποίες έχουν προχωρήσει οι ελληνικές τράπεζες είναι περιορισμένες, με το ποσοστό του να κυμαίνεται μεταξύ 0,6%-1,4% επί των συνολικών τους δανείων. Μέχρι στιγμής οι διαγραφές αφορούν δάνεια με κάλυψη 100%.
Φυσική ωρίμανση
Είναι η μέθοδος του «περιμένουμε να ανακάμψει η οικονομία» για να δούμε βελτίωση στα «κόκκινα» δάνεια. Σύμφωνα με την BofAML, δεν υπάρχει προηγούμενο μίας τέτοιας επιλογής σε άλλη χώρα με τόσο υψηλό επίπεδο NPLs. Η BofAML εκτιμά ότι θα χρειαστούν 15 χρόνια για να φέρει αποτέλεσμα αυτή η στρατηγική, λόγω του τεράστιου όγκου των NPEs. Πρόκειται, λοιπόν, για μία μακροπρόθεσμη λύση που όμως έχει οφέλη για τις τράπεζες.