Το εξαιρετικό «σπριντ» του τουρισμού τον Ιούλιο και τον Αύγουστο και η διάψευση των δυσμενών σεναρίων για την εξέλιξη της πανδημίας έχουν ως αποτέλεσμα να αναθεωρούνται επί τα βελτίω οι προβλέψεις της κυβέρνησης, της Τράπεζας της Ελλάδος και διεθνών επενδυτικών οίκων για την ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ στο σύνολο του 2021. Πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό της Fitch Solutions, η οποία αναβάθμισε την πρόβλεψη για την ανάπτυξη στο 6,3%.
Πλέον, το βασικό σενάριο κάνει λόγο για ανάπτυξη άνω του 6% που υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα μπορούσε να φτάσει ακόμη και να ξεπεράσει το 8%.
Όμως πόσο πραγματικός είναι ένας τόσο εντυπωσιακός ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ; Σε αυτό το σημείο έχει νόημα να μιλήσουμε για την επίδραση βάσης, γνωστή και ως «base effect». Είναι ο παράγοντας στον οποίο αναφέρονται σχεδόν στο σύνολό τους οι αναλυτές όταν αξιολογούν τις εντυπωσιακές μετρήσεις για το ΑΕΠ ή τον πληθωρισμό τους τελευταίους μήνες.
Τι είναι το base effect: Ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας αντανακλά την αύξηση του ΑΕΠ σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του περσινού έτους. Π.χ., η ανάπτυξη του α’ τριμήνου 2021 είναι η ποσοστιαία μεταβολή του ΑΕΠ σε σύγκριση με το α’ τρίμηνο του 2020, ενώ η ανάπτυξη για το σύνολο του 2021 θα είναι η μεταβολή του ΑΕΠ σε σύγκριση με το σύνολο του 2020. Υπάρχει και η τριμηνιαία μέτρηση που συγκρίνει το ΑΕΠ τριμήνου με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο αλλά η συγκεκριμένη μέτρηση επηρεάζεται από πολλούς εποχικούς κυρίως παράγοντες και γι’ αυτό θα σταθούμε στην ετήσια μέτρηση. Αν η ελληνική οικονομία καταφέρει να αναπτυχθεί με ρυθμό 8% το 2021, θα συνεπάγεται ότι η οικονομική παραγωγή της Ελλάδας φέτος είναι 8% μεγαλύτερη από το 2020. Όμως το 2020 ήταν ένα έτος με lockdown, εξαιτίας των οποίων η οικονομική δραστηριότητα μειώθηκε δραματικά και για αρκετούς κλάδους πάγωσε εντελώς. Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, το base effect έχει να κάνει με την ευνοϊκή βάση σύγκρισης, που στην ουσία «διογκώνει» την τρέχουσα μέτρηση.
Το ίδιο ισχύει και για τον πληθωρισμό και γι’ αυτό οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι το φαινόμενο θα είναι παροδικό. Διότι προβλέπουν πως το base effect θα αρχίσει να εξασθενεί από το 2022 όταν οι τιμές θα συγκρίνονται με τις τιμές του 2021 και όχι με τους 2020, που ήταν έτος πρωτοφανών στη σύγχρονη ιστορία συνθηκών.
Αν, λοιπόν, η οικονομία τρέξει με 8% το 2021 και 5% το 2022, αυτό σε απόλυτα νούμερα μπορεί να δείχνει επιβράδυνση όμως δεν είναι. Γιατί η βάση σύγκρισης θα έχει αλλάξει. Και είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να αναπτύσσεται με ρυθμό 5% για χρόνια, όταν κάθε χρόνο η βάση σύγκρισης θα αυξάνεται.
Επομένως το ερώτημα παραμένει: Μπορεί η ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί με πραγματικούς ρυθμούς όταν η βάση σύγκρισης δεν θα είναι ευνοϊκή; Όταν δηλαδή η οικονομική παραγωγή θα αρχίσει να συγκρίνεται με περιόδους πιο φυσιολογικών συνθηκών, όπως π.χ. θα συμβεί το καλοκαίρι του 2022 με το καλοκαίρι του 2021;
Ευτυχώς, η ελληνική οικονομία έχει μπροστά της μία τεράστια ευκαιρία καθώς θα δει μεγάλες εισροές κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Αυτές, σε συνδυασμό με την υλοποίηση επενδυτικών έργων, τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό του κράτους, τη μείωση της γραφειοκρατίας και τις ταχύτερες διαδικασίες στην απονομή δικαιοσύνης, έχουν τη δυναμική να δώσουν τεράστια ώθηση. Γι’ αυτό το λόγο η ΤτΕ προβλέπει μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά περίπου 50 δισ. ευρώ έως το 2026 και θεωρεί εφικτή την επίτευξη μέσου ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης της τάξης του 3% για ολόκληρη τη δεκαετία.
Η απάντηση λοιπόν είναι ναι, η ελληνική οικονομία μπορεί να καταγράψει ένα πολυετές ανοδικό σερί του ΑΕΠ, αρκεί να αξιοποιήσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και να λύσει προβλήματα που την καθιστούσαν υπανάπτυκτη, σε σύγκριση όχι μόνο με τις σύγχρονες και ανεπτυγμένες οικονομίες αλλά και σε σύγκριση με ορισμένες δυναμικά αναπτυσσόμενες αγορές.