Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο να χάσει άλλη μια καλοκαιρινή σεζόν φέτος καθώς τα κρούσματα της νόσου COVID-19 αυξάνονται και οι ρυθμοί των εμβολιασμών παραμένουν ιδιαίτερα χαμηλοί. Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να προκαλέσει πλήγμα στις οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου, όπως Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα και Πορτογαλία, οι οποίες έχουν μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό και υψηλό δημόσιο χρέος, εκτιμά σε έκθεση της η Morgan Stanley.
«Οι συνέπειες ενός χαμένου καλοκαιριού θα είναι δυσανάλογα βαρύτερες για τις χώρες του Νότου, όπου η δημοσιονομική κατάσταση είναι χειρότερη από ό,τι στον Βορρά. Ο τουρισμός αναλογεί σε πάνω από το 6% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ και σχεδόν στο 8% των θέσεων εργασίας. Στις χώρες που είναι περισσότερο εξαρτημένες από τον τουρισμό, όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα, ο τουρισμός αναλογεί σε πάνω από το 8% του ΑΕΠ και στο 10% των θέσεων εργασίας».
Τα σενάρια της Morgan Stanley βλέπουν ότι η ανάπτυξη στις χώρες του νότου μπορεί να επιβραδυνθεί 1,5% με 3% του ΑΕΠ με βάση το ήπιο σενάριο και 3% με 6% του ΑΕΠ στο δυσμενές σενάριο.
Και στις δύο περιπτώσεις, η Ισπανία που είχε τη μεγαλύτερη ύφεση το 2020, συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 11%, θα πληγεί περισσότερο, με κίνδυνο ύφεσης φέτος αν επικρατήσει το δυσμενές σενάριο.
«Αν μια δεύτερη καλοκαιρινή σεζόν πάει χαμένη θα χειροτερεύσει η απόκλιση του Βορρά με τον Νότο στην ευρωζώνη. Με τα μαξιλάρια ανακούφισης να έχουν αναλωθεί στην περυσινή ύφεση, θα πρέπει να αναμένουμε πρόσθετες πολιτικές στήριξης.
Στο μέτωπο της νομισματικής πολιτικής η ΕΚΤ πιθανότατα θα συνεχίσει τις αγορές με ταχύτερο ρυθμό το καλοκαίρι, δημιουργώντας χώρο για περισσότερη δημοσιονομική στήριξη από τις κυβερνήσεις.
Το πρόγραμμα PEPP μπορεί να επεκταθεί έως τον Ιούνιο του 2022. Από δημοσιονομικής πλευράς θα αναμέναμε συζητήσεις για πρόσθετη στήριξη σε ευρωπαικό επίπεδο, ίσως μέσω μιας δεύτερης δόσης του προγράμματος SURE», αναφέρει ο οίκος.
Μία ματιά στη συνεισφορά του τουρισμού στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναδεικνύει τη διαφορετική του σημασία ανάμεσα στο Βορρά και το Νότο της Ευρώπης.
Χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και το Βέλγιο είναι εισαγωγείς ενώ αυτές του Νότου εξαγωγείς από άποψης τουρισμού με δομικά πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών που κυμαίνονται από 4% έως 8% του εγχώριου ΑΕΠ.
Χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία είναι κάπου στη μέση καθώς προσελκύουν σημαντικές εισροές τουριστών από το εξωτερικό αλλά την ίδια στιγμή οι κάτοικοι τους τείνουν να ταξιδεύουν εκτενώς στο εξωτερικό. Αυτό διαμορφώνει μια ισορροπία στις χώρες αυτές, σύμφωνα με τη Morgan Stanley.
«Οι περιορισμοί στα ταξίδια προκάλεσαν μεγαλύτερη πτώση στον τουρισμό στο εξωτερικό από ότι στον εγχώριο τουρισμό πέρυσι. Κατά μέσο όρο οι διανυκτερεύσεις μιας νύχτας των ξένων τουριστών στη νότια Ευρώπη σημείωσαν πτώση 67% πέρυσι ενώ στη βόρεια Ευρώπη η πτώση ήταν 56%. Ο εγχώριος τουρισμός όμως μειώθηκε κατά 45% και 26% αντίστοιχα.
«Αυτή η αύξηση του «staycationing» (η αντικατάσταση ενός ταξιδιού στο εξωτερικό με διακοπές στο εσωτερικό) ευνόησε το ΑΕΠ του Βορρά μειώνοντας τις εκροές αλλά εις βάρος του Νότου. Οι διανυκτερεύσεις μιας νύχτας στον ευρωπαϊκό Νότο πέρυσι έπεσαν 59% ενώ στον βορρά μειώθηκαν μόνο 34%».
«Η διατήρηση των κοινωνικών αποστάσεων δεν θα είναι αρκετή φέτος από μόνη της για να σωθεί η καλοκαιρινή σεζόν. Πέρυσι, χωρίς εμβόλια, η Ευρώπη κατάφερε να σώσει κομμάτι της καλοκαιρινής σεζόν με τη βοήθεια περιοριστικών μέτρων και των εποχιακών καιρικών συνθηκών που μείωσαν τη μεταδοτικότητα της νόσου από την άνοιξη και μετά. Αμφιβάλλουμε αν αυτό μπορεί να συμβεί και φέτος δεδομένης της εμφάνισης νέων μεταλλάξεων που είναι πιο μεταδοτικές και επικίνδυνες, έχοντας επιταχύνει τις μολύνσεις στην ευρωζώνη, όπως στη Γαλλία και την Ιταλία, παρά τα σημαντικά απαγορευτικά».
Η Morgan Stanley πιστεύει ότι το βασικό της σενάριο είναι το πιο ρεαλιστικό. Ωστόσο, βλέπει ότι το ρίσκο μιας χειρότερης εξέλιξης να αυξάνεται.
«Πιστεύουμε οτι ένα δεύτερο χαμένο καλοκαίρι θα έχει πιο σημαντικές συνέπειες από ό,τι το 2020, καθώς τα πολεμοφόδια «ανακούφισης» έχουν εξαντληθεί. Αυτό θα μπορούσε να αυξήσει τις οικονομικές πληγές δυσανάλογα, μέσω υψηλότερης ανεργίας και πτωχεύσεων και με κίνδυνο η βραχυπρόθεσμη απόκλιση να καταστεί μακροπρόθεσμη.
Από την άλλη πλευρά μια δυνατή αντίδραση από τις αρχές μέσω του προγράμματος PEPP της ΕΚΤ, της δημοσιονομικής στήριξης από τις εθνικές κυβερνήσεις και του ευρωπαικού Ταμείου Ανάκαμψης με εστίαση στις χώρες που θα πληγούν περισσότερο θα μπορούσε να περιορίσει τις ουλές».