Η Ελλάδα αποτελεί, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Morgan Stanley, την καλύτερη επιλογή για επενδύσεις στις αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Η ελληνική αγορά, μάλιστα, αναβαθμίστηκε από τον διεθνή επενδυτικό οίκο σε overweight, «λόγω της υψηλής ευαισθησίας των τραπεζών στις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ, την υποτιμημένη εξυγίανση του ισολογισμού που έχει επιτευχθεί, τις χαμηλές αποτιμήσεις και τα σχετικά ανθεκτικά μακροοικονομικά στοιχεία», όπως τονίζεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει η Morgan Stanley στη σχετική έκθεση, η ανάκαμψη στον ελληνικό μακροοικονομικό τομέα συνεχίζεται, «με τους οικονομολόγους μας να αναμένουν σχετική ανθεκτικότητα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη».
Παράλληλα, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η Ελλάδα θα μπορέσει τελικά να αποφύγει μια τεχνική ύφεση (διαφορετική από την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ), χάρη, μεταξύ άλλων παραγόντων, στη στήριξη που απορρέει από την αρκετά καλά στοχευμένη δημοσιονομική πολιτική και την εφαρμογή του RRF.
Ακόμη, οι οικονομολόγοι της Morgan Stanley, προβλέπουν αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,1% το 2023 και 1,9% το 2024. Επίσης, το Σχέδιο Ανάκαμψης της Ελλάδας ανέρχεται συνολικά σε 30,5 δισ. ευρώ, περίπου 16,7% του ΑΕΠ του 2021, και περιλαμβάνει έως και 106 επενδυτικά έργα σε υποδομές, ενεργειακή απόδοση, ηλεκτρική ενέργεια και ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων, μεταξύ άλλων, και 67 μεταρρυθμίσεις . Το σχέδιο θα μπορούσε να αυξήσει το ΑΕΠ έως και 6,9% έως το 2026, με βάση τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.
Σε ό,τι αφορά τις μετοχές, η Morgan Stanley προτιμά τις τράπεζες, δεδομένου του σχετικά ισχυρού μακροοικονομικού περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με την υψηλή ευαισθησία τους στις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ και τους μειωμένους κινδύνους ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων, μετά την εξυγίαnση των ισολογισμών τους.
Μάλιστα, οι αναλυτές της τράπεζας δημοσίευσαν πρόσφατα τις ενημερωμένες απόψεις τους, με προτίμηση της Ελλάδας έναντι της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.
Υποστηρίζουν δε ότι η επέκταση των καθαρών επιτοκιακών περιθωρίων των ελληνικών τραπεζών μόλις ξεκίνησε και πρόκειται να αναπτυχθεί, λόγω των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ (υποθέτοντας 2,5% το 2023), με το όφελος να ξεπερνά τις υψηλότερες προβλέψεις λόγω ασθενέστερων κινδύνων ποιότητας του ενεργητικού.
Όπως καταλήγει η Morgan Stanley, η Ελλάδα προσφέρει την καλύτερη απόκλιση ανταμοιβής κινδύνου στην κάλυψή της σε: +29% ανοδική προς το βασικό σενάριο, +61% σε περίπτωση ανοδικής κίνησης (bull case) και -53% σε περίπτωση πτώσης (bear case). Οι μετοχές που διακρίνει με αξιολόγηση overweight είναι αυτές της Πειραιώς και της Eurobank.
Βέβαια η Morgan Stanley δεν παραβλέπει και τους κινδύνους που απειλούν την overweight σύσταση.
Ο πρώτος κίνδυνος είναι η πολιτική αστάθεια. Σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα αναμένεται να οδηγηθεί σε εκλογές το καλοκαίρι του 2023, αλλά δεν αποκλείεται η διεξαγωγή μιας προώρης εκλογικής αναμέτρησης. Με βάση πρόσφατες δημοσκοπήσεις, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας εξακολουθεί να κατέχει την πρώτη θέση, κάτι που σημαίνει ότι οι εκλογές είναι απίθανο να οδηγήσουν προς μια οποιαδήποτε ουσιαστική αλλαγή στην κατεύθυνση της πολιτικής της χώρας.
Δεύτερος κίνδυνος είναι η πορεία του τουρισμού, λόγω της υψηλής εξάρτησης της οικονομίας της χώρας από τον τουριστικό κλάδο. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους της Morgan Stanley η συνεισφορά του τουρισμού ανέρχεται περίπου στο 15% του ΑΕΠ της. Ο υψηλότερος πληθωρισμός παγκοσμίως (κυρίως σε ΗΠΑ και Ευρώπη) πιθανότατα θα οδηγήσει σε μείωση των δαπανών διακριτικής ευχέρειας των καταναλωτών, η οποία τελικά θα επηρεάσει αρνητικά τις τουριστικές ροές και ως εκ τούτου το εγχώριο ΑΕΠ.
Ο τρίτος κίνδυνος είναι αυτός της ασθενέστερης ή βραδύτερης από το αναμενόμενο, απορρόφησης των ευρωπαϊκών κεφαλαίων που θα οδηγήσουν σε μια χαμηλότερη αναπτυξιακή δυναμική.
Ο τέταρτος κίνδυνος είναι οι βαθύτεροι κίνδυνοι ύφεσης στην Ευρωζώνη. Δηλαδή οι περισσότερες διαταραχές στον ενεργειακό εφοδιασμό που θα μείωναν περαιτέρω την δραστηριότητα και το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα μειωνόταν κατά 1% ετησίως το 2023, στο «bear case» των οικονομολόγων της Morgan Stanley.
Ωστόσο η Ελλάδα θα μπορούσε ακόμη να παρουσιάσει υπεραπόδοση έναντι των άλλων χωρών της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης δεδομένης της μικρότερης εξάρτησής της από το φυσικό αέριο.