Εμφατικό χαρακτήρα αποκτά η νέα θετική έκθεση της Moody’s για τις ελληνικές τράπεζες με την οποία ισχυροποιεί την άποψή της για τις θετικές προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, λίγες μέρες μετά τις θετικές εκτιμήσεις που δημοσιοποίησε και μετά την αναταραχή που προκάλεσε η διάσωση της Credit Suisse και οι αναταράξεις στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Μάλιστα ο οίκος «δεν βλέπει απώλειες από ομόλογα στις ελληνικές τράπεζες στους επόμενους 12-18 μήνες». Αντίθετα στους επόμενους 12-18 μήνες αναμένει «μείωση των κόκκινων δανείων NPE περίπου στο 5% κατά μέσο όρο».
Ο οίκος επιμένει και διατηρεί τις θετικές προοπτικές για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, ενόψει των ευνοϊκών οικονομικών συνθηκών που αναμένονται για το 2023-24 και της συνεχιζόμενης ισχυρής πιστωτικής ανάπτυξης, που στηρίζουν την απόδοση των τραπεζών, όπως αναφέρει.
Σύμφωνα με τη Moody’s μάλιστα λόγω της δομής των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών, εκτιμά ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι ευρέως ανθεκτικό στις επιπτώσεις της νομισματικής σύσφιξης. Αναφέρει μάλιστα ότι τα επίπεδα κεφαλαίου θα παραμείνουν άθικτα και θα αυξηθούν οριακά, καθώς οι τράπεζες δημιουργούν κεφάλαια εσωτερικά, μέσω της κερδοφορίας.
Και προσθέτει ότι η χρηματοδότηση και η ρευστότητα θα είναι υγιείς καθώς αυξάνονται οι καταθέσεις πελατών και οι τράπεζες συνεχίζουν να αξιοποιούν τις κεφαλαιαγορές για να καλύψουν τις ελάχιστες απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL).
Πώς αξιολογεί τους ισολογισμούς των τραπεζών
Αναλύοντας περαιτέρω τους λόγους για την ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών, ο οίκος αναφέρει ότι τα ανοίγματα από κόκκινα δάνεια υποχώρησαν σε 6,3% από 47,2% τα τελευταία έξι χρόνια, ενώ τα αποθεματικά για την κάλυψή τους σε περίπτωση ζημιάς είναι 65%. Με βάση τα στοιχεία της Moody’s:
- Τα ενσώματα ίδια κεφάλαια σε σχέση με τα σταθμισμένα στοιχεία ενεργητικού είναι 6,5% και ο δείκτης ιδίων κεφαλαίων CET1 στο 13,5%. Τέλος ο λόγος του συνόλου των δανείων σε σχέση με τα οφειλόμενα από πελάτες (εξυπηρετούμενα και μη) έχει υποχωρήσει από το 132% το 2017 στο 71% στο τέλος του 2022.
- Οι τέσσερις συστημικά σημαντικές τράπεζες της Ελλάδας έχουν δείκτη (CET1) περίπου 13,5% και δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 15,8% αν και τα κεφαλαιακά αποθέματά τους είναι από τα χαμηλότερα εντός της ΕΕ. Επιπλέον, το υψηλό επίπεδο των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων θα συνεχίσει να υπονομεύει την ποιότητα του κεφαλαίου των ελληνικών τραπεζών, επειδή αποτελούν περισσότερο από το ήμισυ των κεφαλαίων CET1 των τραπεζών, λέει ο οίκος.
- Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες ανέφεραν μέσο δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) 198% τον Δεκέμβριο του 2022, υποδηλώνοντας την άνετη ρευστότητά τους, με σχεδόν το ήμισυ των επενδύσεών τους με τη μορφή τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου.
Αντίστοιχα, η αύξηση των επιτοκίων τα τελευταία τρίμηνα προκάλεσε ορισμένες μη πραγματοποιηθείσες ζημίες στα χαρτοφυλάκια αυτά, αν και συγκρατούνται μέσω των θέσεων αντιστάθμισης κινδύνου των τραπεζών. «Δεν αναμένουμε από τις ελληνικές τράπεζες να πραγματοποιήσουν σημαντικές απώλειες εύλογης αξίας από αυτούς τους κρατικούς τίτλους τους επόμενους 12-18 μήνες», τονίζει η Moody’s.
Αναφέρει ακόμα ότι αν και ο δείκτης κόκκινων δανείων NPE της Ελλάδας παραμένει από τους υψηλότερους στην Ευρωζώνη «όλες οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες θα έχουν μεσαίο μονοψήφιο δείκτη NPE τους επόμενους 12-18 μήνες, σύμφωνα με τα επιχειρηματικά τους σχέδια».
Προβλέπει ότι «οι πιθανοί καθοδικοί κίνδυνοι που προκύπτουν από τις πληθωριστικές πιέσεις στους ευάλωτους δανειολήπτες είναι πιθανό να αντισταθμιστούν από την ανθεκτικότητα του εταιρικού τομέα και τα νέα δάνεια που σχετίζονται με επενδύσεις μέσω ενισχύσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Τα πρόσφατα ανακοινωθέντα μέτρα κρατικής στήριξης για να αμβλυνθούν οι αρνητικές επιπτώσεις στους ευάλωτους δανειολήπτες, οι οποίοι επιδοτούνται εν μέρει από το τραπεζικό σύστημα, θα έχουν ελάχιστο αντίκτυπο στην απόδοση και την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών».
Τα επίπεδα κεφαλαίου θα είναι σε γενικές γραμμές σταθερά, υποστηριζόμενα από την κερδοφορία. Θα υποστηριχθούν από εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου μέσω παρακρατηθέντων κερδών -έναντι της δυνατότητας για μέτριες πληρωμές μερισμάτων το 2024.