Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Από τη γραμμή της συνολικής λύσης για το χρέος η κυβέρνηση έχει υποχωρήσει σε μία γραμμή που θα τις επιτρέψει την έξοδο στις αγορές. Πλέον στο Μέγαρο Μαξίμου έχουν αντιληφθεί ότι τα περιθώρια έχουν εξαντληθεί και οι όποιες επικοινωνίες του Αλέξη Τσίπρα με τους ομολόγους ακόμα και με την επικεφαλής του ΔΝΤ C. Lagarde δεν απέδωσαν τίποτα παρά μία μόνο ασαφή διατύπωση από τον εκπρόσωπο του Ταμείου για συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα με μία έγκριση επί της αρχής (approval in principle) από το Εκτελεστικό Συμβούλιο του, που δεν θα περιλαμβάνει εκταμίευση χρημάτων και θα μεταθέτει στο μέλλον τις αποφάσεις για την ελάφρυνση του χρέους.
Μαγικές λύσεις όπως φαίνεται δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχουν κι οι γαλλικές λύσεις. Παρά μόνο ένα νέο περιτύλιγμα στο πακέτο Juncker και γενικότερα των ευρωπαϊκών κονδυλίων που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη της ελληνική οικονομία, εφόσον εγκαταλειφθούν οι ιδεοληψίες από τα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος.
Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης φαίνεται να έχει χαθεί οριστικά για το τρέχον έτος και όσον και αν «κουνάει» το δάχτυλο του ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μ. Draghi στον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας ότι αυτό θα συνεχισθεί καθώς τίποτα δεν έχει αλλάξει, οι πιθανότητες για τη χώρα μας είναι ελάχιστες. Το θετικό της υπόθεσης δεδομένων των συνθηκών είναι πάντως η δήλωση Draghi ότι δηλαδή η κεντρική τράπεζα θα διατηρήσει την διευκολυντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής μέχρι να διαπιστώσει ότι διασφαλίζεται η διαρκής προσαρμογή των ρυθμών πληθωρισμού προς επίπεδα κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα.
Στο Eurogroup λοιπόν της 15ης Ιουνίου η κυβέρνηση ευελπιστεί αφενός στη θετική ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και την παράλληλη εκταμίευση της δόσης, με στόχο να πληρωθούν οι οφειλές της χώρας για τα δάνεια που έχει λάβει αλλά και οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις, αφετέρου και κάποιες ασαφείς διατυπώσεις για το χρέος που θα διευκόλυναν ίσως μία θετική στάση για την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και κυρίως την έξοδο στις αγορές. Η προοπτική αυτή του QE, όπως προαναφέρθηκε, έχει απομακρυνθεί για τα καλά δεδομένου ότι το Βερολίνο δεν προτίθεται να δώσει κάτι περισσότερο στο θέμα της ελάφρυνσης του χρέους, η δε ΕΚΤ, διά του προέδρου της Mario Draghi, κατέστησε σαφές πως χωρίς θετική ανάλυση βιωσιμότητας από το Ταμείο δεν μπορεί να εγκρίνει το QE.
Σημειώνεται ότι η ΕΚΤ στο τέλος Απριλίου 2017 είχε διαθέσει περίπου 1,5 τρισ. ευρώ για την αγορά κρατικών ομολόγων στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Μεταξύ άλλων έχει αγοράσει ομόλογα αξίας 27 δισ. ευρώ της Πορτογαλίας, 21 δισ. της Ιρλανδίας, 41 δισ. της Αυστρίας, 51 δισ. του Βελγίου, 255 δισ. της Ιταλίας, 182 δισ. ευρώ της Ισπανίας. Στη σχετική λίστα αγορών ομολόγων της ΕΚΤ είναι ακόμα η Κύπρος, η Εσθονία, η Μάλτα, η Λετονία, η Λιθουανία, η Σλοβενία και η Σλοβακία.
Ο μοναδικός ίσως ρεαλιστικός στόχος που έχει απομείνει στην κυβέρνηση (αυτό θα φανεί από τις δηλώσεις μετά τη συνάντηση της 15ης Ιουνίου) είναι αυτός της της εξόδου στις αγορές από το Φθινόπωρο και μετά, έστω κι αν πληρώσουμε ένα premium risk. Η έξοδος στις αγορές κρίνεται ως επιτακτική ανάγκη από την κυβέρνηση καθώς αποτελεί αφενός μία κίνηση λίγο πριν το τέλος του προγράμματος, αφετέρου θα αποτελέσει ένα νέο αφήγημα που θα πωληθεί ευκολότερα στο 3% του ΣΥΡΙΖΑ!
(Φωτογραφία: Sooc)